Συναδέλφισσες, συνάδελφοι
Ήρθαμε εδώ αυτό διήμερο να συζητήσουμε μεστά και ουσιαστικά, όπως αρμόζει στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα για όλα όσα κάναμε και δεν κάναμε, για ό,τι μας βασανίζει, μας δυσκολεύει, αλλά και για την πείρα που αποκτήσαμε μέσα στους αγώνες, κύρια όμως από την παρουσία και τη δράση μας στους χώρους δουλειάς.
Το τελευταίο μάλιστα είναι η πραγματική παρακαταθήκη που μας μένει, ο φάρος που θα μας δείχνει το δρόμο το επόμενο κρίσιμο διάστημα, το κριτήριο για να δούμε κατάματα τις αδυναμίες μας.
Κι είναι πραγματικότητα συνάδελφοι ότι μέσα στους χώρους δουλειάς, ιδιαίτερα σ’ αυτούς που παίζουν σημαντικό ρόλο για το κεφάλαιο και τους εκπροσώπους του, κρίνεται ειδικά και συνολικά η δουλειά μας.
Μ’ αυτό το πρίσμα θέλουμε σαν κλάδος του επισιτισμού-τουρισμού να συμβάλλουμε στη Συνδιάσκεψη, αφού συνυπάρχουν σ’ αυτόν μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, μονοπώλια που συν καθορίζουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας και μαζί με αυτήν τη ζωή της εργατικής τάξης.
Στο δικό μας κλάδο αξιοποιήθηκαν διαχρονικά όσα σήμερα το κεφάλαιο περνά μέσα από νομοθετικά μέτρα των κυβερνήσεων και τώρα ετοιμάζεται και για άλλα, ακόμη πιο σκληρά, που θα αλλάξουν ριζικά τη μοίρα της εργατικής οικογένειας.
Μιλάμε για τις εργασιακές σχέσεις που αν μετρήσει κανείς σήμερα τις μορφές της είναι πολλαπλάσιες από εκείνες που υπήρχαν μόλις λίγα χρόνια πριν. Είναι μορφές που τις συναντά κανείς παντού. Σε επιχειρήσεις μεγάλες, αλλά και σε μικρότερες. Με επίφαση νομιμότητας, αλλά και έξω από όσα πρόλαβαν να εφαρμόσουν με νόμους. Είναι εργασιακές σχέσεις που για τους νέους είναι το μόνο που γνωρίζουν, για τους παλιότερους ένας εφιάλτης χωρίς τέλος.
Αποτελεί συνάδελφοι μεγάλη πρόκληση για ένα σωματείο όχι να αντιπαλέψει αυτήν την κατάσταση, αλλά ακόμη και να κρατήσει ένα σταθερό μέτωπο απέναντι σε αυτήν. Κυριαρχεί σε ένα μεγάλο μέρος η απογοήτευση και η μοιρολατρία, γιατί πρόκειται για κατάσταση που οξύνεται με πιο γοργούς ρυθμούς από όσο χρειάζεται κανείς χρόνο να τη μελετήσει, να βρει τα αιτήματα κρίκους που συσπειρώνουν κόσμο, να συγκεντρώσει δυνάμεις για να καθυστερήσει, να εμποδίσει την εξέλιξή τους.
Τα κλαδικά σωματεία βρέθηκαν απροετοίμαστα μπροστά σε αυτό τον ορυμαγδό ελαστικών μορφών εργασίας. Τα περισσότερα γιατί δεν είχαν καλή επαφή και δεσμούς με τους χώρους, ή πολύ απλά γιατί δεν υπήρχαν.
Τα επιχειρησιακά σωματεία άργησαν να αντιληφθούν τη σπουδαιότητα να εντάξουν ελαστικά απασχολούμενους στις γραμμές τους, ορισμένα δεν το κάνουν ούτε και σήμερα.
Σε κάθε περίπτωση υπήρξε μεγάλη δυσκολία να πείσουμε τους μόνιμους να κάνουν υπόθεσή τους το μεγάλο αυτό ζήτημα και παράλληλα να συσπειρώσουμε τους άλλους με αιτήματα αιχμής για τη ζωή που τους επιβάλλουν.
Τις ίδιες περίπου δυσκολίες αντιμετωπίσαμε με τους εποχικούς συναδέλφους. Τα λίγα επιχειρησιακά σωματεία σε εποχικές επιχειρήσεις ανέπτυσσαν την όποια δράση όσο δούλευαν, ενώ ελάχιστα κλαδικά είχαν τη μέριμνα να ανασυγκροτούνται το χειμώνα, να κρατούν επαφές με τα μέλη, να διαφωτίζουν, να προετοιμάζουν, να οργανώνουν τη δουλειά τους και με κλειστές τις επιχειρήσεις.
Αυτό που εισηγητικά ειπώθηκε και είναι αλήθεια, ότι δηλαδή η μαζικότητα κι η συμμετοχή στους απεργιακούς αγώνες ήταν αναντίστοιχη της επίθεσης που δεχτήκαμε, δεν είναι μια απλή παραδοχή και αναφορά. Πρέπει να συγκρουστούμε με τις αιτίες αυτής της εξέλιξης που όλοι ζήσαμε, γιατί στην επόμενη μάχη θα τις βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας.
Και δεν φταίει συνάδελφοι η γραμμή μας. Αυτή ποτέ δεν ήταν ούτε λάθος, ούτε λειψή.
Φταίει που καθυστερήσαμε την προσαρμογή της δουλειάς μας στα νέα δεδομένα που τα είδαμε ήδη από την αρχή της προηγούμενης δεκαετίας.
Και για να είμαι πιο σαφής να ξεχωρίσω σύντομα τα παρακάτω:
Η οργάνωση του κλάδου.
Πρώτα σε ό,τι έχει να κάνει με την δημιουργία μορφών οργάνωσης, σωματεία, επιτροπές, παραρτήματα και στη συνέχεια με τις εγγραφές εργαζομένων σε αυτές. Αρκεστήκαμε σε ό,τι υπήρχε κι αυτό πρέπει να αλλάξει και αλλάζει. Εδώ στην Αττική το είδαμε και αποτελεί παράδειγμα. Ξεκινήσαμε το 2002 με δυο κλαδικά σωματεία. Συσπειρώσαμε το 2004 σε αυτά, τρία επιχειρησιακά και φτάσαμε σήμερα να δεκαπλασιάσουμε τον βαθμό οργάνωσης, συσπειρώνοντας 11 σωματεία και δημιουργώντας άλλα 4. Παράλληλα πατήσαμε πόδι στο άντρο των δυνάμεων του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού σε μια σειρά χώρους, δημιουργώντας φύτρα αγωνιστικά με επιτροπές αγώνα, με πρωτοπόρους αγωνιστές.
Αν είχαμε έγκαιρα γενικεύσει την πείρα καλύτερα, αν επιμέναμε σε μεγάλες τουριστικές περιοχές να κάνουμε την ίδια προσπάθεια, σήμερα ο βαθμός οργάνωσης του κλάδου θα ήταν διαφορετικός.
Μετά είναι η λειτουργία των σωματείων που ιδρύσαμε, ανασυντάξαμε, συσπειρώσαμε στο ΠΑΜΕ. Έχουμε πλέον μια πείρα από την Αττική, από την Κέρκυρα, από τη Θεσσαλονίκη κι αλλού που έχουμε κάνει βήματα. Είναι ενταγμένα στην καθημερινότητα του κάθε σωματείου η επαφή με τα μέλη του, η ανάθεση ευθύνης στο πιο πρωτοπόρο του κομμάτι; Κι ακόμη περισσότερο, επιμένουμε στις μαζικές διαδικασίες, αποκτά νόημα η συνεδρίαση του ΔΣ, γίνεται κριτική εποικοδομητική; Πόσο συχνά καλούμε σε ΓΣ και για ποιο λόγο; Κι αν δεν το κάνουμε τί μας δυσκολεύει;
Θέλει να κάνουμε βαθιές τομές σε αυτήν την υπόθεση, γιατί ο τρόπος που προχωράμε χαρακτηρίζεται τις περισσότερες φορές από μονομέρεια και γενικεύσεις που δεν βοηθούν. Περιμένουμε συνήθως από τα πάνω να έρθει το επόμενο βήμα, γιατί απουσιάζει η πρωτοβουλία. Και απουσιάζει η πρωτοβουλία γιατί δεν βαθαίνουμε στα ζητήματα του κλάδου. Δεν παρακολουθούμε και δεν επεξεργαζόμαστε τις εξελίξεις. Ο αντίπαλος βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά.
Νομίζουμε ότι αυτή η υπόθεση και βέβαια ο χειρισμός της μπορεί να μας απογειώσει. Γιατί δεν μπορεί να έχεις τη γραμμή και το πλαίσιο και να μην μπορείς να μεγαλώνεις τη δύναμή σου, ποιοτικά και ποσοτικά.
Τέλος, δεν χωρά καμιά υποτίμηση του αντιπάλου. Εδώ στην Αττική το πληρώσαμε χάνοντας την πλειοψηφία σε δυο σωματεία που δεν πήραμε τα αναγκαία μέτρα, που δεν οξύναμε την αντιπαράθεση με τις άλλες δυνάμεις, που η δουλειά μας χαρακτηριζόταν από εφησυχασμό.
Είναι συνάδελφοι πρώτιστο καθήκον να αποκαλύπτεις τον αντίπαλο, ακόμη και εκεί που νομίζεις ότι δεν υπάρχει, που δεν έχει οργανωμένη έκφραση. Η εργοδοσία δρα ακόμη κι όταν δεν σου επιτίθεται ανοιχτά. Τα στηρίγματά της μπορούν να εμφανιστούν παντού, γιατί η εξαγορά τους σε αυτές τις συνθήκες γίνεται ευκολότερα. Πρέπει να μην τους αφήνουμε κανένα περιθώριο. Οι εργάτες μας εμπιστεύονται εύκολα, αλλά χάνουν αυτήν την εμπιστοσύνη ευκολότερα.
Συναδέλφισσες, συνάδελφοι
Παρά τις αδυναμίες μας και τις καθυστερήσεις έχουμε διανύσει ένα μακρύ, δύσκολο δρόμο, για τον οποίο είμαστε περήφανοι. Συζητούμε σήμερα εδώ γιατί οι ευθύνες μας έχουν μεγαλώσει, η απεύθυνσή μας είναι μεγαλύτερη. Αλλά και ο αντίπαλος γίνεται όλο και πιο ισχυρός. Προσαρμόζεται εύκολα στα νέα δεδομένα. Έχει εργαλεία και πόρους. Έχει απλώσει ένα πέπλο τρομοκρατίας, όχι με τους παραδοσιακούς τρόπους μόνο αλλά και με όπλο την αβεβαιότητα για το αύριο.
Στο ποιο μέλλον οικοδομείται εμείς πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας και τις δυνάμεις μας. Στην διέξοδο που προτείνει το κεφάλαιο εμείς πρέπει πιο καλά να παρέμβουμε. Το σύνθημα καμιά θυσία για την πλουτοκρατία ήταν καλό και κεντραρισμένο, αλλά η διέξοδο που προτείνει το ταξικό κίνημα θα κάνει τη διαφορά. Αυτή η διέξοδο όμως δεν μπορεί να καλυφθεί επαρκώς με ένα σύνθημα. Θέλει σε κάθε κλάδο και σε κάθε χώρο να γίνει κατανοητή μέσα στα πλαίσια που ζει κι εργάζεται ο εργάτης. Κανείς δεν είπε βέβαια ότι είναι εύκολο.
Ρωτήστε το σωματείο του Athens Ledra που έπρεπε να απαντά για μήνες πριν το κλείσιμο του ξενοδοχείου αν οι θυσίες που καλούσε η εργοδοσία να κάνουν θα είχαν αποτέλεσμα. Αν ήταν σωστό να διεκδικούν ΣΣΕ σε μια χρεοκοπημένη επιχείρηση. Αλλά πολύ περισσότερο μετά το κλείσιμο, αν είχε νόημα να συνεχίσουν το αγώνα. Τί αιτήματα έπρεπε να διαμορφώσουν, απέναντι σε ποιους έπρεπε να σταθούν παλικαρίσσια και να αμφισβητήσουν όσους έλεγαν ότι ήρθε το τέλος κι ότι τώρα ο καθένας μόνος του να βρει την άκρη. Ή και σε όσους τους καλούσαν με επιθέσεις φιλίας μέχρι και να αυτοδιαχειριστούν το ξενοδοχείο. Ακόμη και σήμερα, έξι μήνες μετά, τί θα ήταν αυτό που θα κράταγε αυτόν τον αγώνα, αν όχι η παρέμβαση στη συνείδηση του εργάτη ότι τις επιχειρήσεις δεν τις κλείνει η απαίτηση των εργαζομένων να καλύψουν τις ανάγκες τους, αλλά η αναζήτηση του καπιταλιστή για μεγαλύτερο μέσο ποσοστό κέρδους. Τί θα μπορούσε να πεισμώνει τον ξενοδοχοϋπάλληλο αν όχι η παραδοχή ότι η ανάπτυξη που του σέρβιραν τρία χρόνια τώρα όχι μόνο δεν έχει να κάνει με τα δικά του συμφέροντα, αλλά είναι στον αντίποδα, δηλαδή τον βλάπτει σοβαρά και ανεπανόρθωτα.
Και τελικά είναι ή δεν είναι η ανατροπή αυτής της βάρβαρης πραγματικότητας μονόδρομος για τη ζωή της εργατικής οικογένειας.
Οι εργαζόμενοι του Λήδρα, που τους είχαν ξεγραμμένους από την αρχή αυτού του αγώνα, φίλοι κι εχθροί, είναι ακόμη εκεί. Δίνουν τη μάχη τους. Κατάλαβαν ότι ο πόλεμος θα είναι δύσκολος. Με θύματα και με θυσίες. Αλλά αυτό τους δίνει πια μεγαλύτερη δύναμη όπως κι αν καταλήξει αυτή η ιστορία.
Για μας τους υπόλοιπους έχει ουσία να πάρουμε παράδειγμα, αλλά όχι μόνο αυτό. Να στηρίζουμε τέτοιους αγώνες κλαδικά και διακλαδικά, μέχρι να γενικεύονται, να αποκτούν δυναμική πέρα από τα όρια της πόλης, της χώρας. Να τροφοδοτούνται από το μεγαλύτερο όπλο που έχουμε σαν τάξη. Από την ενότητα και την αλληλεγγύη μας.