Όλοι οι νόμοι, που αφορούν τη λειτουργία των συνδικάτων και τους αγώνες των εργαζομένων είναι νόμοι που προσπαθούν να βάλουν τους αγώνες, τις διεκδικήσεις, τον προσανατολισμό του κινήματος, στο καλούπι που απαιτεί η μεγαλοεργοδοσία.
Είναι νόμοι περιορισμών και απαγορεύσεων, νόμοι για να διευκολυνθεί η εκμετάλλευση. Τέτοιος νόμος ήταν ο νόμος Λάσκαρη, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄70.
Νόμος με περιορισμούς και εμπόδια είναι και ο ν.1264 του 1982, που αντικατέστησε το νόμο Λάσκαρη και που κάτω από τους ορμητικούς αγώνες των εργαζομένων κερδήθηκαν ορισμένες συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Βέβαια, και ο ν.1264 περιόριζε τη δράση των συνδικάτων. Κάτω από την εποπτεία του αστικού κράτους και των μηχανισμών του είχε τις ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των μεγαλοεπιχειρηματιών που αναγκάστηκαν στη δεδομένη ιστορική στιγμή να αποδεχτούν ορισμένες ελευθερίες και δικαιώματα της συνδικαλιστικής δράσης.
Απόδειξη των παραπάνω είναι ότι και με τον ν.1264, παρά το γεγονός ότι δεν είχε σχέση με τον προηγούμενο νόμο Λάσκαρη,σχεδόν το σύνολο των απεργιών που πήγαν στα δικαστήρια βγήκαν παράνομες και καταχρηστικές, σημαντικός αριθμός αποφάσεων της επιτροπής του άρθρου 15, για την προστασία των συνδικαλιστών και της συνδικαλιστικής δράσης, οδήγησαν σε απολύσεις πρωτοπόρων εργαζομένων μέσα στους χώρους δουλειάς.
Το συμπέρασμα είναι ότι το αστικό κράτος φτιάχνει συνδικαλιστικούς νόμους για να διευκολύνει το κεφάλαιο και να περιορίσει ή να απαγορεύσει τους αγώνες των εργαζομένων. Δεν φτιάχνει νόμο για να εμποδίσει τον επιχειρηματία να αρπάζει το δώρο των εργαζομένων από τα ΑΤΜ, αλλά για να τον διευκολύνει να συνεχίζει να το κάνει χωρίς να ακούγεται καμιά φωνή διαμαρτυρίας. Και όποιος διαμαρτύρεται, να στήνεται στο «εκτελεστικό απόσπασμα» του συνδικαλιστικού νόμου, να απαγορεύεται να έχει δίπλα του το συνδικάτο στην Επιθεώρηση Εργασίας ή να απαγορεύεται να βρεθεί ο συνδικαλιστής στο χώρο δουλειάς για να γίνει ενημέρωση, άμεση κινητοποίηση και να δοθεί απάντηση στην εργοδοτική ασυδοσία.
Ενδεχομένως, οι σχεδιασμοί για νέο συνδικαλιστικό νόμο από την ΝΔ, στα πλαίσια του εξορθολογισμού και του εκσυγχρονισμού, μπορεί να «δίνει τη δυνατότητα» στα συνδικάτα και τους συνδικαλιστές να επικοινωνούν με τους χώρους δουλειάς και τους εργαζόμενους με τη μέθοδο της τηλεδιάσκεψης …. Είναι και αυτό ένα ενδεχόμενο, ώστε στο συνδικαλιστικό νόμο να μην υπάρχουν μόνο απαγορεύσεις, αλλά να υπάρχει και κανένα «επιτρέπεται» που στην ουσία θα κάνει με άλλο τρόπο τη δουλειά των αφεντικών, δηλ. «συζήτηση, συζήτηση – λάδι, λάδι και τηγανίτα τίποτα».Αυτή είναι η μία πλευρά του χαρακτήρα του συνδικαλιστικού νόμου, όπως κάθε συνδικαλιστικού νόμου.
Αυτός ο νόμος, που σχεδιάζει η κυβέρνηση και όπως δείχνουν οι διαρροές στα μέσα ενημέρωσης, είναι ο χειρότερος. Γεμάτος αντιδραστικές αλλαγές, γεμάτος απαγορεύσεις. Είναι νόμος για να κάνει τους χώρους δουλειάς γκέτο, ακόμη περισσότερης εκμετάλλευσης και εργοδοτικής ασυδοσίας.
Υπάρχει όμως και άλλη πλευρά που πρέπει να δούμε. Οι σχεδιασμοί για το νέο συνδικαλιστικό νόμο δεν είναι αποσπασμένοι από τη γενικότερη επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη σε όλα τα επίπεδα. Είναι κομμάτι που συμπληρώνει το αντεργατικό πάζλ. Είναι σε αντιστοίχιση με άλλες πλευρές της επίθεσης, λειτουργούν υποστηρικτικά και καθοριστικά στην υλοποίηση του συνόλου της αντεργατικής επίθεσης, προσπαθώντας να ξεμπερδέψει με τις ενοχλητικές φωνές και αγώνες. Όπου «ενοχλητικές φωνές και αγώνες» βάλτε τα ταξικά συνδικάτα, τα αιτήματα και τους αγώνες που έρχονται σε αντίθεση και σύγκρουση με τη γραμμή του κεφαλαίου. Εκεί στοχεύει ο νόμος που σχεδιάζεται. Δε στοχεύει την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, τον κυβερνητικό, εργοδοτικό συνδικαλισμό. Όλοι αυτοί είναι από την πλευρά του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του.
Το είδαμε, πριν λίγους μήνες, ότανφέραν ένα «σύνταγμα στρατού» για να κάνουν συνέδριο που να τους διατηρεί στις θέσεις τους, ώστε να μπορούν να προωθούν την πολιτική του κεφαλαίου.
Συνεπώς, ο νόμος για τα συνδικάτα και τη συνδικαλιστική δράση κουμπώνει και ενισχύει την επίθεση της εργοδοσίας.Είναι μέρος της γενικευμένης επίθεσης. Πάρτε για παράδειγμα τι γίνεται στο ζήτημα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Με εκατοντάδες νόμους, εγκυκλίους, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, όλες οι κυβερνήσεις και η σημερινή σε αγαστή συνεργασία αποψιλώνουν την ουσία των Συλλογικών Συμβάσεων.
Με νόμους που ψηφίστηκαν έχει ανασταλεί η εφαρμογή της υποχρεωτικότητας, της επέκτασης των ΣΣΕ, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον κάθε εργαζόμενο. Τώρα, ισχυρότερες είναι οι επιχειρησιακές συμβάσεις που υπογράφουν οι ενώσεις προσώπων (γνωστά εργαλεία της εργοδοσίας) έναντι των κλαδικών συμβάσεων με προφανή στόχο πλέον η διαμόρφωση του μεροκάματου, του μισθού, να κατρακυλάει στο ατομικό επίπεδο που είναι πανεύκολο να χειραγωγηθεί στα μέτρα που θέλει ο κάθε μεγαλοεπιχειρηματίας. Είναι άλλο πράγμα, να είναι μόνος του ένας εργαζόμενος στο ζήτημα της διαμόρφωσης του μισθού και αδύνατος να αντιμετωπίσει την απειλή της απόλυσης και άλλο πράγμα η συλλογική διαπραγμάτευση του μισθού στο επίπεδο του κλάδου πανελλαδικά. Είναι η παροιμία, που λέει ο λαός μας, «απ΄ τα ξεκομμένα τρώει ο λύκος».
Με τους νόμους για τις ΣΣΕ προσπαθούν να αφαιρέσουν από τα συνδικάτα τον δίαυλο επικοινωνίας με τους εργαζόμενους.
- Γιατί έρχονται οι εργαζόμενοι στα συνδικάτα; Για το μεροκάματο, την ασφάλιση, τις συνθήκες δουλειάς. Έρχεται, λοιπόν, η κυβέρνηση όπως οι προηγούμενες και λέει: «Τα συνδικάτα δεν έχουν καμία δουλειά με τη σύμβαση. Τη σύμβαση την υπογράφει ο υπουργός …. και την επικυρώνει (για να κάνει και τον καμπόσο) η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ».
- Τι μένει λοιπόν στον εργαζόμενο; Να πιάσει τον υπουργό; Να βρει κανά «γερό δόντι», κανάβύσμα μπας και πάρει καλύτερο μεροκάματο; Και τι να πάρει; Από τα 200 ευρώ, που ανακοίνωσαν ως μισθό σε επιδοτούμενα προγράμματα, πόσα περισσότερα να πάρει ένας εργαζόμενος, όσες «πλάτες» και αν ψάξει να βρει να τον βοηθήσουν. Οι μισθοί που έχουν διαμορφωθεί δε φτάνουν να καλύψουν τις στοιχειώδης ανάγκες.
Ο καημός τους είναι η συλλογική ταξική δράση. Αυτήν θέλουν να χτυπήσουν και με τις αντεργατικές ανατροπές στις ΣΣΕ, στις εργασιακές σχέσεις και στο συνδικαλιστικό νόμο. Είναι τόσος ο καημός που τον παλιό αντεργατικό νόμο τον κάνουν στη συνέχεια ακόμη πιο αντεργατικό μπας και οχυρωθούν απέναντι στους αγώνες.
Ξέθαψε, η υπουργός της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Αχτσιόγλου, μια διάταξη νόμου από το 1990 για να μην μπλοκάρει την πιθανότητα να γενικευτεί μια συλλογική σύμβαση που τυχόν θα υπογραφεί σε έναν κλάδο. Τι λέει αυτή η διάταξη: Ότι για να επεκταθεί η σύμβαση και να γίνει υποχρεωτική πρέπει αποδεδειγμένα η εργοδοτική πλευρά που την υπογράφει να εκπροσωπεί το 50% συν 1 των εργοδοτών του κλάδου. Και πως διαπιστώνεται αυτό; Δε διαπιστώνεται, γιατί οι εργοδότες επικαλούνται την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Εμάς μας ζητάνε, με απειλές και πρόστιμα, να δηλώσουμε τους εκπροσώπους της συνδικαλιστικής οργάνωσης στους εργοδότες,εδώ «πετάνε την μπάλα στην εξέδρα», σφυρίζουν αδιάφορα οι κυβερνώντες και δηλώνουν αδυναμία να παρέμβουν σε «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα».
Τώρα ακούγεται ότι το 50% συν 1 θα γίνει 70% για περισσότερη σιγουριά και ασφάλεια των εργοδοτών από τις «κακοτοπιές».
Συνάδελφοι,
Έχει βρεθεί πολλές φορές το εργατικό κίνημα μπροστά σε αντεργατικό κυκλώνα, έχοντας να αντιμετωπίσει αντεργατικούς νόμους, περιορισμούς, απαγορεύσεις. Καταφέραμε και τα αντιμετωπίσαμε με μαζικούς ταξικούς αγώνες. Τα φάρμακο απέναντι στην επιθετικότητα του κεφαλαίου, των κυβερνήσεων και των κομμάτων του είναι ο αγώνας με βάση τις δικές μας ανάγκες, με βάση αυτό που δικαιούμαστε να ζήσουμε με βάση τη δουλειά και τον πλούτο που παράγουμε.
Η εξουσία του κεφαλαίου μας στερεί το δικαίωμά μας να ζήσουμε καλύτερα. Όσες απαγορεύσεις, όσους περιορισμούς, όσα μέτρα και αν πάρουν, εμείς δεν κάνουμε πίσω θα προστατεύσουμε τη ζωή μας, θα αγωνιστούμε μέχρι το τέλος, μέχρι εκεί που στοχεύουμε και θα μπορούμε πραγματικά να ζήσουμε καλύτερα, χωρίς την καπιταλιστική εκμετάλλευση και τους νόμους που την προστατεύουν.