Προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων Συνδικαλιστικές ελευθερίες και δικαιώματα
Η συζήτηση για τον συνδικαλιστικό νόμο που πρόκειται να κατατεθεί, αντικειμενικά μαζί με την εναντίωση στα μέτρα που φέρνει, γεννά και την αναγκαιότητα να διευκρινίσουμε ότι το πλαίσιο των αιτημάτων του εργατικού κινήματος σε καμία περίπτωση δεν υπερασπίζεται την ισχύουσα νομοθεσία. Υπερασπιζόμαστε λοιπόν την νομοθετική ρύθμιση των διατάξεων του νόμου 1264/1982, αντιλαμβανόμενοι το πλαίσιο του ως επαρκές για την προστασία των συνδικαλιστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, την προστασία της συνδικαλιστικής δράσης και των σωματείων; Αν και οι εργαζόμενοι και τα σωματεία τους από την συσσωρευμένη τους πείρα, ξέρουν καλά την απάντηση, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε κάποιους άξονες, με βάση τους οποίους, μπορούμε με ασφάλεια να απαντήσουμε αρνητικά.
Σε σχέση με το θέμα της προστασίας των συνδικαλιστών και της συνδικαλιστική δράσης, θα άξιζε να αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Η προστασία των συνδικαλιστών ενός σωματείου τελεί τουλάχιστον υπό τον περιορισμό του αριθμού των μελών του. Συνεπώς η προστασία των συνδικαλιστών δεν είναι καθολική. Σε κάθε περίπτωση και η ίδια η σύνθεση της Επιτροπής του άρθρου 15, που εξετάζει την απόλυση συνδικαλιστή, είναι τέτοια που αντικειμενικά αφήνει περιθώρια, ώστε τα συνδικαλιστικά στελέχη να παραμένουν απροστάτευτα, με πάρα πολλά παραδείγματα να το επιβεβαιώνουν.
Ακόμη και αυτή όμως, η όποια δηλαδή τυπική συνδικαλιστική προστασία προβλέπεται, δεν παρέχεται στα μέλη των εργοστασιακών, απεργιακών και σωματειακών επιτροπών και όχι τυχαία, αφού οι σωματειακές επιτροπές είναι στην πραγματικότητα όργανο πάλης του σωματείου σε κάθε τόπο δουλειάς.
Πέραν αυτού, οι εκατοντάδες εργαζόμενοι που απολύονται λόγω της αδιαμφισβήτητης και αποδεδειγμένης συνδικαλιστικής δράσης που αναπτύσσουν στους χώρους δουλειάς, χωρίς όμως να έχουν ταυτόχρονα εκείνη την συνδικαλιστική ιδιότητα που προστατεύεται από το νόμο ή απλά είναι δραστήρια, πρωτοπόρα μέλη του σωματείου, μένουν παντελώς απροστάτευτοι. Το αποτέλεσμα της τυχόν προσφυγής τους στα δικαστήρια –πέραν της δυσβάσταχτης δαπάνης που απαιτεί για τον απολυμένο εργάτη- είναι σφόδρα αμφισβητούμενο, με τις δικαστικές αποφάσεις –σε γενικές γραμμές- να διαμορφώνουν αρνητική νομολογία.
Για το απεργιακό δικαίωμα ως μορφή συνδικαλιστικής ελευθερίας
Άλλη πλευρά που εντελώς ενδεικτικά θέτουμε είναι το απεργιακό δικαίωμα ως μορφή συνδικαλιστικής ελευθερίας. Οι περιορισμοί που προβλέπονται στο απεργιακό δικαίωμα (π.χ. 24ωρη προειδοποίηση του εργοδότη), οι περιορισμοί σχετικά με το δικαίωμα στην απεργία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στους ΟΤΑ, στις επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας κλπ. (άρθρο 19 και 20), αλλά και οι περιορισμοί στην δυνατότητα των συλλογικών οργάνων των εργαζομένων, που τέθηκαν πρόσφατα σχετικά με την λήψη απόφασης για κήρυξη απεργίας από τον νόμο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (ν. 4512/2018), είναι μόνο ενδεικτικά παραδείγματα του νομοθετικού πλαισίου που στραγγαλίζει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των εργαζομένων.
Καθόλου τυχαία βέβαια σχετικά με το απεργιακό δικαίωμα δεν είναι ούτε η διαχρονική εξαίρεση των ναυτεργατών από τις όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις, αφού παρά την κατάργηση του ν. 330/1976, αυτός διατηρείται σε ισχύ μόνο για τους ναυτεργάτες, γιατί ακριβώς αυτό το τμήμα της εργατικής τάξης αντιμετωπίζει το εφοπλιστικό κεφάλαιο, το πιο σκληρό δηλαδή τμήμα της εγχώριας αστικής τάξης.
Πέραν όμως των νομοθετικών ρυθμίσεων, που ανοιχτά περιορίζουν ή και υπονομεύουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και δράσης των μορφών οργάνωσής της, υπάρχουν και οι περιπτώσεις νομοθετικών ρυθμίσεων, που αν και τυπικά εξασφαλίζουν συνδικαλιστικές ελευθερίες και δικαιώματα, στην πραγματικότητα καταστρατηγούνται στην πράξη με τις ευλογίες του αστικού κράτους και των μηχανισμών του. Εξάλλου, το ίδιο το αστικό κράτος γνωρίζει καλά την τέχνη της μη ουσιαστικής εφαρμογής νόμων που το ίδιο έχει θεσπίσει, προκειμένου να ακυρωθούν στην πράξη παραχωρήσεις που έχουν γίνει στους εργαζόμενους κάτω από την πίεση των αγώνων τους. Ενδεικτικά παραδείγματα:
- η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του ν. 1264/1982, ορίζει: «Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κάθε βαθμού έχουν δικαίωμα να διανέμουν ανακοινώσεις τους μέσα στο χώρο εργασίας, εκτός χρόνου απασχόλησης (ο χρόνος αυτός είναι εκείνος που στην διάρκειά του ο εργαζόμενος δεν οφείλει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη)…». Αμέτρητες όμως είναι οι περιπτώσεις εκείνες που η εργοδοσία αρνείται την είσοδο των συνδικαλιστών και την διανομή υλικού του σωματείου στους εργαζόμενους. Ωμή καταστρατήγηση λοιπόν της νομοθετικής ρύθμισης, με ατιμώρητη βέβαια την εργοδοτική ασυδοσία. Περαιτέρω:
- η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ισχύοντος συνδικαλιστικού νόμου, ορίζει ρητά: «Δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων εργοδότες». Αρχή που πράγματι αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της συνδικαλιστικής ελευθερίας του εργαζομένου. Η απαγόρευση συμμετοχής εργοδοτών στις εργατικές οργανώσεις συνιστά βασική κατάκτηση του εργατικού κινήματος και του ταξικού του προσανατολισμού. Εφαρμόζεται όμως η διάταξη αυτή στην πράξη; Ηχηρή απάντηση δίνει η πρόσφατη εμπειρία με το 37ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, που έδειξε ότι δεν είναι αρκετός για την εργοδοσία ο εργοδοτικός συνδικαλισμός, αλλά πλέον επιλέγει να επιβάλλει και την φυσική παρουσία εργοδοτών στις οργανώσεις των εργατών και μάλιστα με τρόπο προκλητικό. Η παραπάνω νομοθετική ρύθμιση καταστρατηγείται πανηγυρικά και η συνδρομή του αστικού κράτους, μέσω του πολιτικού του προσωπικού και των κατασταλτικών του δυνάμεων κυριολεκτικά οργιάζει μέχρι να το επιτύχει.
Η απόφαση λοιπόν της σοσιαλδημοκρατίας που μόλις είχε αναλάβει την διακυβέρνηση, με τις διατάξεις του νόμου 1264/1982 να ελέγξει ή και να χειραγωγήσει το εργατικό κίνημα, να ενσωματώσει την αγανάκτησή του που εκδηλωνόταν με μεγάλους εργατικούς αγώνες, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί και δεν αποτελεί το νομοθετικό πλαίσιο που υπερασπίζεται το εργατικό κίνημα σήμερα.
Είναι κρίσιμο να τονίσουμε ότι η -με διαδοχικές νομοθετικές ρυθμίσεις- κάθε φορά επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων όσον αφορά στα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα και ελευθερίες, δεν είναι επιμέρους ζήτημα και δεν μπορεί να εξετάζεται ανεξάρτητα από τον βαθμό ανάπτυξης ή υποχώρησης του εργατικού κινήματος, την άνοδο ή ύφεση της ταξικής πάλης, την φάση ανάπτυξης ή κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας, τον συσχετισμό των δυνάμεων, τις γενικότερες συνθήκες αστικής διαχείρισης. Αδιαμφισβήτητο όμως είναι το γεγονός ότι στα πλαίσια της καπιταλιστικής διαχείρισης, κάθε εργατική κατάκτηση είναι προσωρινή κι αμφισβητήσιμη και αντικειμενικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί η ανάγκη συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας της λειτουργίας και δράσης των σωματείων. Τα όρια δράσης των σωματείων και της συνδικαλιστικής ελευθερίας καθορίζονται νομοθετικά από το αστικό κράτος και την εξουσία του κεφαλαίου, που αντικειμενικά επιτρέπει την λειτουργία και δράση τους μέχρι το σημείο που δεν αμφισβητούνται τα όρια της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Η επερχόμενη αντιδραστικοποίηση του νομοθετικού πλαισίου, εντάσσεται στην διαχρονική επιδίωξη των κυβερνήσεων και των κομμάτων του κεφαλαίου να δώσουν την χαριστική βολή στα συνδικαλιστικά δικαιώματα και στις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Η συζήτηση που διεξάγεται χρόνια τώρα αξιοποιεί τα εκφυλιστικά φαινόμενα του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού που το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα καλλιεργεί και εκτρέφει και σε συνδυασμό με το πρόσχημα του «εκσυγχρονισμού», επιχειρεί να κάμψει ή έστω να αμβλύνει την κοινωνική αντίδραση, για να επιτύχει όσο πιο ανώδυνα γίνεται την ωμή εργοδοτική και κρατική παρέμβαση στην λειτουργία και δράση των συνδικάτων, τον περιορισμό των συνδικαλιστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, να ελαχιστοποιήσει την εργατική αντίσταση στους ραγδαία επιδεινούμενους για την εργατική τάξη όρους πώλησης της εργατικής της δύναμης. Γνωστή η τακτική του αστικού κράτους, που αφού εξαπολύσει μια έντεχνη και παρατεταμένη προπαγανδιστική επίθεση για να προετοιμάσει το έδαφος, στην συνέχεια περνά είτε στη συστηματική παραβίαση από πλευράς των μηχανισμών καταστολής των κατοχυρωμένων και νομοθετικά δικαιωμάτων είτε, όταν αισθάνεται πιο ισχυρό, ακόμη και στην κατάργηση τέτοιων διατάξεων.
Οι βασικοί άξονες που αναπαράγονται στα δημοσιεύματα σε συνδυασμό με τις σποραδικές δηλώσεις του υπουργού εργασίας δίνουν τον τόνο των επερχόμενων ακόμη πιο αντιδραστικών αλλαγών:
Η γενίκευση της πρόβλεψης για «προσωπικό ασφαλείας» αντικειμενικά πλήττει τον πυρήνα του απεργιακού δικαιώματος, αφού ουσιαστικά η επιδίωξη είναι να μην σταματάει ή και να μην περιορίζεται η παραγωγή, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η παραγωγή υπεραξίας.
Η πρόβλεψη για ποινές στα συνδικάτα σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις λειτουργίας τους, ενώ για απεργίες που θα κηρύσσονται παράνομες ή/και καταχρηστικές εξετάζεται το ενδεχόμενο διεκδίκησης αποζημίωσης από την πλευρά του εργοδότη. Η νομολογία σχετικά με το ζήτημα των παράνομων ή/και καταχρηστικών απεργιών τείνει να είναι πλέον παγία κι έτσι αντικειμενικά περιορίζεται το δικαίωμα στην απεργία, αφού πλέον πέραν της απόλυσης του απεργού χωρίς αποζημίωση αφού θεωρείται ότι έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα, θα επικρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη και η αξίωση του εργοδότη να αποζημιωθεί.
Δρομολογείται επίσης η αλλαγή των χρονικών ορίων προστασίας των συνδικαλιστών από την απόλυση μετά την λήξη της θητείας τους, αλλά και η μείωση του αριθμού των μελών της διοίκησης που προστατεύονται με βάση τον αριθμό των μελών της οργάνωσης.
Αναφορικά με τις συγκεντρώσεις, ο νόμος λέγεται ότι θα ορίζει ότι πρέπει να πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, για τα οποία θα υπάρχει συμφωνία από πριν. Ταυτόχρονα, φημολογείται η κατάργηση της αφισοκόλλησης εντός των επιχειρήσεων και προβλέπεται ότι οι ανακοινώσεις των συνδικάτων θα αναρτώνται μόνο ηλεκτρονικά σε ιστότοπο που θα έχουν πρόσβαση όλοι οι εργαζόμενοι. Τον ιστότοπο θα παρέχει ο εργοδότης, με προφανή τον έλεγχο του.
Επίσης λόγος γίνεται και για μείωση των συνδικαλιστικών αδειών. Το καθεστώς των συνδικαλιστικών αδειών λοιδορείται με πρωτοφανή ψέματα ή με επιλεκτικές καταγγελίες στον αστικό τύπο, που «πατούν» πολλές φορές σε υπαρκτά φαινόμενα εκφυλισμού από τους εκπροσώπους του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού. Βέβαια, πίσω από τις κορώνες για τις συνδικαλιστικές άδειες, κρύβεται η επιθυμία των εργοδοτών να αρθεί κάθε διευκόλυνση στους συνδικαλιστές, όχι βέβαια για να βελτιωθούν και να αντιμετωπιστούν τα εκφυλιστικά φαινόμενα, αλλά για να τεθούν περισσότερα εμπόδια στις ταξικές δυνάμεις που αξιοποιούν τις συνδικαλιστικές άδειες και τη συνδικαλιστική προστασία για να οργανώσουν την πάλη των εργαζομένων ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος του, ενάντια στον εκφυλισμένο και απαξιωμένο εργοδοτικό – κυβερνητικό συνδικαλισμό.
«Διαρθρωτική αλλαγή» και «ψηφιακό μετασχηματισμό στο συνδικαλιστικό κίνημα» ονομάζουν το Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Φορέων μέσω της «ΕΡΓΑΝΗ», για την καταγραφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Δηλώνουν ότι επιδιώκουν την οργάνωση ενός μητρώου μελών για κάθε συνδικαλιστική οργάνωση με καταγραφή του ακριβούς αριθμού συμμετεχόντων σε αυτή. Την εγγραφή μάλιστα στο μητρώο φαίνεται να θέτουν ως προϋπόθεση για να υπογράφει η συνδικαλιστική οργάνωση Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Επιδιώκουν λοιπόν ένα γενικευμένο φακέλωμα, μία τεράστια βάση δεδομένων, εργαλείο που ανά πάσα στιγμή θα βρίσκεται στα χέρια της εργοδοσίας και του κράτους, γεγονός αντικειμενικά αποτρεπτικό για την συσπείρωση εργαζομένων στο σωματείο.
Κοινός άξονας όλων των παραπάνω αλλαγών είναι η ωμή επέμβαση κράτους και εργοδοσίας στην λειτουργία και δράση των σωματείων, ο ακόμη μεγαλύτερος περιορισμός των συνδικαλιστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και η αποτροπή κάθε εργαζόμενου να συσπειρωθεί στο σωματείο του υπό το άγρυπνο βλέμμα της εργοδοτικής τρομοκρατίας και της κρατικής καταστολής.
Τα αστικά ιδεολογήματα και η οπορτουνιστική – ρεφορμιστική γραμμή στο εργατικό κίνημα επιχειρούν –κρύβοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις και την πραγματικότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης- να πείσουν τους εργαζόμενους ότι η αντιδραστικοποίηση του νομοθετικού πλαισίου είναι αποτέλεσμα επιλογών «κακών» κυβερνήσεων ή «κακών» υπουργών. Άλλες πάλι φορές πατώντας σε υπαρκτά προβλήματα εκφυλισμού, που γεννά ο εργοδοτικός συνδικαλισμός, δηλώνουν απροκάλυπτα την συμφωνία τους με τις ακόμη πιο αντιδραστικές ρυθμίσεις, στο όνομα δήθεν της «διαφάνειας», της «αποτελεσματικότητας» του συνδικαλισμού και του συνδικαλισμού της «πλειοψηφίας» και όχι δήθεν των «μειοψηφιών» στην λήψη αποφάσεων. Πρόκειται για μεγάλη απάτη, αφού το δίκαιο θεμελιώνεται πάνω στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και άρα στις καπιταλιστικές χώρες είναι αντικειμενικά αντιδραστικό και ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική στιγμή και τα διαφορετικά δεδομένα της κάθε περιόδου, χαλαρώνει –σπάνια βέβαια- ή σφίγγει τη μέγγενη, συνήθως με την επίκληση του «εκσυγχρονισμού» του δικαίου.
Το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό κίνημα και ο πόλος συσπείρωσής του, το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο, απαλλαγμένο από την αυταπάτη ότι η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό με τους νόμους τους θα προστατεύσουν τη δράση των διαφόρων μορφών οργάνωσης του προλεταριάτου, ξέρει καλά την θέση του απέναντι στην αλυσίδα της καπιταλιστικής παραγωγής, ξέρει καλά ότι δεν θα απαλλαγεί από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης μέσα στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό κίνημα στοχεύει σταθερά με την πάλη του όχι μόνο να αποτρέψει την ακόμα μεγαλύτερη αντιδραστικοποίηση των ρυθμίσεων, αλλά να αποσπάσει κατακτήσεις, ώστε να δημιουργήσει καλύτερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης που θα οδηγήσει στην ανατροπή του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, για να γίνει πραγματικότητα το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», που σημαίνει να έχει ο εργάτης και η εργάτρια σταθερή δουλειά και αξιοπρεπή διαβίωση, να καρπώνεται τον πλούτο που παράγει και να μην του τον κλέβουν, να έχει δωρεάν μόρφωση, υγεία, κοινωνική προστασία, να ψυχαγωγείται, να έχει ελεύθερο χρόνο.