ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ή ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΟ ΡΗΓΜΑ ΣΤΗΝ 8ΩΡΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ;
Μία από τις «παρακαταθήκες» του προηγούμενου Υπουργού Εργασίας Ι.Βρούτση και, συνάμα, μία από τις «δομικές προκλήσεις» (όπως βαρύγδουπα αναφέρεται) του νέου Υπουργού Κ.Χατζηδάκη, είναι η ικανοποίηση των πάγιων απαιτήσεων των μεγάλων εργοδοτών αλλά και των διάσπαρτων νεοφιλελεύθερων «think tank» (όπως το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών). Ήδη ετοιμάζεται προς κατάθεση στη Βουλή το επόμενο διάστημα, νέο νομοσχέδιο το οποίο θα περιέχει διατάξεις που θα βάλλουν, ταυτόχρονα, τόσο κατά των όρων των ατομικών συμβάσεων εργασίας όσο και στη συλλογική δράση των εργαζομένων (συνδικαλιστική δράση και οργάνωση). Το νομοσχέδιο αυτό, ένα από τα πολλά που έχουν προωθηθεί και ψηφιστεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, θα επιφέρει για μία ακόμα φορά, καίρια πλήγματα στην βαριά τραυματισμένη αγορά εργασίας, θα αποδιοργανώσει πλήρως το όποιο προστατευτικό πλαίσιο είχε απομείνει υπέρ του αδύναμου μέρους της σχέσης εργασίας, δηλ. του εργαζόμενου και θα δυσχεράνει σε απόλυτο βαθμό την ουσιαστική λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Μία από τις, ήδη αποκληθείσες, «εμβληματικές» αλλαγές (όπως τουλάχιστον έχει διαρρεύσει, ιδίως στο συντηρητικό Τύπο) είναι αυτή της νέας διευθέτησης του χρόνου εργασίας του εργαζόμενου. Μέχρι τώρα, από το 2011, η πρόβλεψη για τέτοια διευθέτηση έλεγε ότι ο εργαζόμενος επιτρέπεται για μία χρονική περίοδο (περίοδος αυξημένης απασχόλησης) να εργάζεται ημερησίως περισσότερες ώρες (έως 10 ώρες) και σε άλλη χρονική περίοδο (περίοδος μειωμένης απασχόλησης) να εργάζεται λιγότερες ώρες αντίστοιχα, ή να χορηγείται στον εργαζόμενο ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή συνδυασμός μειωμένων ωρών εργασίας και ημερών ανάπαυσης. Η αμοιβή θα κατά τις δύο αυτές περιόδους θα παρέμενε η ίδια ανεξάρτητα αν κατά την αυξημένη περίοδο εργάζεται περισσότερες ώρες ή κατά την μειωμένη περίοδο αντίστοιχα εργάζεται λιγότερες ώρες, ενώ δεν καταβάλλονται προσαυξήσεις. Η ρύθμιση αυτή δεν λειτούργησε ουσιαστικά ποτέ, κυρίως διότι για να πραγματοποιηθεί θα έπρεπε να καταρτιστεί με συμφωνία εργοδότη και σωματείου ή συμβουλίου εργαζομένων.
Το μοντέλο που προωθείται τώρα, θα προβλέπει (βλ. «Καθημερινή» 3/1/2021) ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας που λειτουργεί στο Υπουργείο Εργασίας στο οποίο θα προσφεύγει μία από τις δύο πλευρές (πιθανότατα ο εργοδότης), θα εξετάζει εάν είναι τεκμηριωμένες ή όχι οι προϋποθέσεις που θέτει κάθε φορά μια επιχείρηση και να εγκρίνεται ή να απορρίπτεται, η αίτηση για ευέλικτο 8ωρο. Έτσι, για παράδειγμα, όταν υπάρχει μέσα στο έτος αύξηση των παραγγελιών και ανάγκη για επιπλέον εργασία από το προσωπικό, θα μπορεί η επιχείρηση να ζητεί και να λαμβάνει έγκριση από το ΑΣΕ. Οι εργαζόμενοι θα απασχολούνται για ένα χρονικό διάστημα έως και 10 ώρες ημερησίως και σε άλλη χρονική περίοδο (περίοδος μειωμένης απασχόλησης) θα εργάζονται λιγότερες ώρες αντίστοιχα, ή θα τους χορηγείται ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό), ή συνδυασμός μειωμένων ωρών εργασίας και ημερών ανάπαυσης. Εννοείται ότι η υπέρβαση του 8ώρου, δηλ. οι δύο επιπλέον ώρες εργασίας, δεν θα αμείβονται καθόλου (δηλ. καταργείται και η προσαύξηση στο ωρομίσθιο που ισχύει- 20% για την ένατη ώρα και 40% από τη δέκατη και μετά), αφού θα «συμψηφίζονται» με ημέρες ανάπαυσης σε επόμενο διάστημα.
Οι συνέπειες από αυτή τη δραματική αλλαγή στον εργαζόμενο είναι, νομίζουμε, τεράστιες:
- Η ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις θεσμοθετείται για πρώτη φορά και σε τέτοιο σημείο με αποτέλεσμα ο μισθωτός να υποχρεώνεται να εργάζεται, για μία συγκεκριμένη περίοδο, περισσότερες από τις νόμιμες ώρες εργασίας και έως και 10 ώρες παραπάνω τη βδομάδα (σε πενθήμερη απασχόληση), προφανώς με υπερένταση της εργασίας του.
- Οι περισσότερες ημερήσιες ώρες απασχόλησής του θα είναι ουσιαστικά χωρίς αμοιβή
- Η δυνατότητα χορήγησης ρεπό σε επόμενο διάστημα, που δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό και καθορισμένο και οι ευρείες επιλογές του εργοδότη (π.χ. συνδυασμός μειωμένων ωρών εργασίας και ρεπό), ανατρέπει πλήρως τον ατομικό και οικογενειακό προγραμματισμό του εργαζομένου
- Καταργείται η ιδιότητα του μισθού ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας, αφού ο εργαζόμενος δεν θα λαμβάνει κανένα χρηματικό ποσό για τις παρεχόμενες από αυτόν υπερωριακές υπηρεσίες
- Μεταβάλλονται δυσμενώς από τον εργοδότη οι όροι εργασίας, με επίδραση και στην σωματική και ψυχική υγεία του εργαζόμενου τόσο από την υπερένταση της εργασίας όσο και από την «ανάπαυση» σε άλλη χρονική περίοδο την οποία αυτός ποτέ δεν ζήτησε.
- Αφήνεται η εφαρμογή της διάταξης στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (προφανώς αρμόδιο τμήμα του θα είναι το Τμήμα Αμοιβής και Όρων Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα δηλ. ένα όργανο το οποίο απαρτίζεται από έναν Πάρεδρο της Νομικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Εργασίας, ως Πρόεδρο, έναν Ειδικό Σύμβουλο ή Ειδικό Συνεργάτη του Υπουργείου Εργασίας, έναν υπάλληλο του Υπουργείου Εργασίας, έναν εκπρόσωπο των εργοδοτών, έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων) το οποίο θα γνωμοδοτεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ευέλικτου ωραρίου, χωρίς, φυσικά, καμία πρόβλεψη αντιλόγου από οποιονδήποτε (σωματείο, εργαζόμενους της επιχείρησης κλπ.) αλλά και χωρίς δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου των επιχειρηματικών αποφάσεων, την τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων κλπ.
- Με τον ήδη υποβιβασμένο ρόλο του ΣΕΠΕ, την επικείμενη κατάργηση των αρμοδιοτήτων του και ανάθεσή τους στον υποστελεχωμένο ΟΜΕΔ και, τελικά, την έλλειψη οιουδήποτε ουσιαστικού ελέγχου των παρανομούντων εργοδοτών (η φιλότιμη προσπάθεια των λίγων υπαλλήλων του ΣΕΠΕ είναι, προφανώς, ανεπαρκής), προϊδεαζόμαστε ότι η πρόβλεψη για αναπλήρωση των υπερωριών που έχει ήδη πραγματοποιήσει ο εργαζόμενος, θα είναι «ευχολόγιο» και όχι υποχρέωση υπό την απειλή πραγματικών κυρώσεων.
Η ρύθμιση αυτή δεν θα είναι, δυστυχώς, η μόνη που θα περιέχει το νομοσχέδιο που αναμένεται το επόμενο διάστημα. Θα είναι όμως αυτή που θα επιφέρει, για πρώτη φορά ίσως-μαζί με τη γνωστή μονομερή επιβολή εκ περιτροπής εργασία, συντριπτικό ρήγμα στους όρους της ατομικής σύμβασης εργασίας και μάλιστα σε δύο από τους θεμελιώδεις όρους, το χρόνο εργασίας και το μισθό ως αντάλλαγμα της παροχής της εργασίας. Τα επόμενα βήματα της νεοφιλελεύθερης σκέψης, όπως ενδεχομένως θα είναι «ο καθορισμός των 200 ωρών ως ανώτατου ορίου νόμιμης υπερωριακής εργασίας για μια περίοδο τεσσάρων μηνών, δηλαδή ένας μέσος όρος 12 ωρών εβδομαδιαίως» ή n «κλιμάκωση της υπερωριακής αμοιβής σε λογική βάση» (βλ. θέσεις του ΚΕΦΙΜ), μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, σχεδιάζοντας και πραγματοποιώντας δράσεις (συνδικαλιστικές, νομικές κλπ.) που να θέτουν ανάχωμα στην σχεδιαζόμενη αλλοίωση του πυρήνα του εργατικού δικαίου στη χώρα μας.