Και τι δεν είπε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στην πρόσφατη ημερίδα της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα» για την υγεία… Ότι η κυβέρνηση έχει αυξήσει την χρηματοδότηση για την υγεία, ότι έχουν βελτιωθεί οι υποδομές, ότι υπάρχει σημαντική αύξηση των απολαβών των γιατρών, ότι δίνεται έμφαση στην πρόληψη…Η ίδια η πραγματικότητα που ζούμε καθημερινά οι νοσοκομειακοί γιατροί, όλοι οι υγειονομικοί και οι ασθενείς μας τον διαψεύδει.
Για να βάλουμε λοιπόν τα πράγματα στη θέση τους:
Οι πολυδιαφημισμένες ανακαινίσεις, που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης, όπως και οι πρόσφατες προκηρύξεις μόνιμων θέσεων γιατρών αφορούν κυρίως τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών. Τα υπόλοιπα τμήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες – και σε ορισμένες περιπτώσεις ακραίες- ελλείψεις προσωπικού αφήνονται για άλλη μια φορά στην τύχη τους. Είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση ρίχνει το βάρος στην αντιμετώπιση του επείγοντος, του οξέος, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η δραματική υποβάθμιση της υπόλοιπης λειτουργίας των νοσοκομείων σε βάρος της ολοκληρωμένης περίθαλψης των ασθενών (ολοκληρωμένη διερεύνηση, διάγνωση, θεραπεία). Αυτό σε συνδυασμό με τις πιέσεις που ασκούνται για ταχεία διακίνηση των περιστατικών μετατρέπει τους ασθενείς σε βορά για τον ιδιωτικό τομέα της υγείας, που θησαυρίζει από τις ελλείψεις του δημοσίου ή τους καταδικάζει σε πολύμηνες αναμονές στο δημόσιο σύστημα υγείας για να βρουν την άκρη στο πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζουν. Νοσοκομεία εφημεράδικα δηλαδή, που θα περιορίζονται στην αντιμετώπιση του υπερεπείγοντος, που καμία σχέση δεν έχουν με την παροχή υψηλών, σύγχρονων, απολύτως δωρεάν υπηρεσιών υγείας σε όλα τα επίπεδα(πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια) που πρέπει να εξασφαλίζει ένα νοσοκομείο. Παράλληλα, είναι σαφής η προσπάθεια ενίσχυσης του κυβερνητικού αφηγήματος για μείωση του χρόνου αναμονής στα επείγοντα, με οποιοδήποτε τίμημα, σε βάρος της υγείας και της ασφάλειας των ασθενών.
Βασικό επιχείρημα του Πρωθυπουργού είναι το περίφημο «βραχιολάκι» για τους ασθενείς των επειγόντων, που όπως είπε «θα αλλάξει την εμπειρία της εφημερίας». Η επιλογή της λέξης «εμπειρία» από τα πρωθυπουργικά χείλη αρκεί για να αντιληφθεί κάποιος ότι δεν έχουν καμία επαφή με την αφόρητη πραγματικότητα που βιώνουν ασθενείς και υγειονομικοί, την αγωνία του ασθενή που προσέρχεται στα επείγοντα, των συγγενών του για τον άνθρωπο τους, αλλά και των υγειονομικών.
Κύριε Μητσοτάκη, οι ασθενείς δεν απευθύνονται στα επείγοντα αναζητώντας εμπειρίες, δεν είναι τυχοδιώκτες. Αυτό που βίωσαν και οι συνάδελφοί μας στον Ευαγγελισμό, την πρώτη μέρα της εφαρμογής του, είναι ότι κανένα “βραχιολάκι” δεν μπορεί να “θεραπεύσει” τις ελλείψεις σε προσωπικό, υποδομές και τεχνολογικό εξοπλισμό, στις οποίες οφείλονται όλα όσα υφίστανται οι υγειονομικοί και οι ασθενείς στις εφημερίες των δημόσιων νοσοκομείων. Οι ασθενείς δεν περιμένουν ατέλειωτες ώρες στα επείγοντα επειδή οι γιατροί δεν ξέρουν πού βρίσκονται ή τους έχουν ξεχάσει, αλλά επειδή το ελάχιστο προσωπικό δεν επαρκεί για την εξέταση και τη μεταφορά τους, επειδή δεν υπάρχουν όλα τα απαραίτητα μηχανήματα και το προσωπικό να τα λειτουργήσει, επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμες κλίνες.
Η πρόληψη στην οποία αναφέρθηκε με πολλή περηφάνια ο Πρωθυπουργός δεν μπορεί να γίνει με self-test και SMS για εργαστηριακό έλεγχο για την χοληστερίνη. Η πρόληψη απαιτεί ένα οργανωμένο πλήρως στελεχωμένο δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, δημόσιο και δωρεάν, στο οποίο ο καθένας θα μπορεί να παρακολουθείται τακτικά και να λαμβάνει εξατομικευμένες οδηγίες από το γιατρό του. Πρόληψη για τον καρκίνο του παχέος εντέρου απαιτεί τη διενέργεια κολονοσκόπησης, που είναι ο πραγματικός προληπτικός έλεγχος για τον καρκίνο του παχέος εντέρου και για την οποία οι ασθενείς είναι αναγκασμένοι να περιμένουν μήνες εκτός αν πληρώσουν για να την κάνουν στον ιδιωτικό τομέα υγείας.
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση κάνει ακριβώς το αντίθετο: αντί να στελεχώσει την δημόσια ΠΦΥ (τα Κέντρα Υγείας, τα Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία και τα Περιφερειακά Ιατρεία) με μόνιμους ειδικευμένους γιατρούς, από την μια δίνει όπως να ‘ναι και πολλές φορές χωρίς καν συνεννόηση επιστημονικής σκοπιμότητας με τις αρμόδιες Επιστημονικές Εταιρείες διάφορα κρατικοδίαιτα «προγράμματα» στις μεγάλες ιδιωτικές διαγνωστικές αλυσίδες και από την άλλη βαφτίζει «προσωπικούς γιατρούς» τους αγροτικούς γιατρούς, δηλαδή αναθέτει με το ζόρι καθήκοντα και ιατρονομικές ευθύνες ειδικευμένου γιατρού ΠΦΥ σε νέους πτυχιούχους ιατρικής που δεν έχουν καν αρχίσει την εκπαίδευσή τους στην ειδικότητα.
Ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στον χάρτη υγείας. Με το επιχείρημα μάλιστα ότι σε κάποια νοσοκομεία της επαρχίας «μπορεί μια κλινική να κάνει ένα χειρουργείο αραιά και πού» άνοιξε πάλι τη συζήτηση για «μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων» ή πιο απλά συγχωνεύσεις νοσοκομείων. Για να εξηγηθούμε. Κατ’ αρχάς «χάρτης υγείας» είναι πρώτα και κύρια η χαρτογράφηση των υγειονομικών αναγκών του πληθυσμού και ΜΕΤΑ η αναγκαία διάταξη των μονάδων υγείας. Σχετικά με το πρώτο υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια έκρηξη των υγειονομικών αναγκών με πολλαπλές αιτίες(εντατικοποίηση, δουλειά λάστιχο, φτώχεια, έλλειψη μέτρων υγείας και ασφάλειας στους χώρους δουλειά, εργοδοτική τρομοκρατία και αυθαιρεσία κλπ.) οι οποίες αυξάνουν τους νοσογόνους παράγοντες. Η έκρηξη αυτή περιλαμβάνει αύξηση σε όλα τα σοβαρά συστημικά νοσήματα (καρδιαγγειακά, νεοπλασίες κλπ.), στους τραυματισμούς αλλά και στα μυοσκελετικά καθώς και στα ψυχιατρικά. Σε ότι αφορά τα νοσοκομεία της περιφέρειας, πολλά χειρουργεία και άλλες ιατρικές πράξεις δεν γίνονται στην επαρχία, όχι επειδή δεν υπάρχουν ασθενείς που τα έχουν ανάγκη, αλλά επειδή δεν υπάρχει το απαραίτητο προσωπικό και οι απαραίτητες υποδομές. Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να προχωρήσει σε μαζικές προσλήψεις προσωπικού και αύξηση της χρηματοδότησης, επιλέγει το κλείσιμο δομών, δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι θεωρεί την υγεία του λαού κόστος.
Κλείνοντας, το κερασάκι στην τούρτα ήταν η πρόταση του Κ. Μητσοτάκη για «μπόνους» στους εργαζόμενους στα νοσοκομεία με βάση την απόδοση! «Είναι αδιανόητο – είπε – να μην μπορούμε να επιβραβεύσουμε αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους και καλύπτουν κενά άλλων». Να ενημερώσουμε λοιπόν την κυβέρνηση, ότι όλοι οι υγειονομικοί καλύπτουν τα κενά που υπάρχουν στα δημόσια νοσοκομεία, δουλεύοντας διπλοβάρδιες, χωρίς ρεπό, 36 ώρες σερί όταν εφημερεύουν. Δεν περιμένουμε κανένα μπόνους για να κάνουμε τη δουλειά μας και με το παραπάνω μάλιστα για τους ασθενείς μας. Δεν ανεχόμαστε να μας αξιολογήσει η κυβέρνηση που έχει αφήσει τα νοσοκομεία χωρίς προσωπικό και με απαρχαιωμένο εξοπλισμό. Πώς θα αξιολογηθούν άραγε οι Χειρουργοί, όταν πανελλαδικά λειτουργεί το 70% μόνο των χειρουργικών αιθουσών; Πώς θα αξιολογηθεί ο Παθολόγος που εφημερεύει για 70 ασθενείς, που είναι διάσπαρτοι σε όλο το νοσοκομείο και στα επείγοντα; Θα πάρει άραγε καλύτερο βαθμό αυτός που κάνει απογευματινά χειρουργεία ή αυτός που στέκεται στο πλευρό του ασθενή και δεν δέχεται το φακελάκι νόμιμο ή παράνομο; Οι γιατροί του δημόσιου συστήματος υγείας δε θέλουμε μπόνους! Θέλουμε να προσφέρουμε στους ασθενείς μας, στο λαό μας σύγχρονες, απολύτως δωρεάν υπηρεσίες υγείας, στο ύψος των δυνατοτήτων της επιστήμης τον 21ο αιώνα.
Σε αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για όλα όσα αξίζουν σε μας και τους ασθενείς μας χωρίς εκπτώσεις, ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ, των αστικών κομμάτων, του κεφαλαίου και του κράτους του, που θυσιάζει τα δικαιώματα ασθενών και υγειονομικών για τα κέρδη των λίγων. Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για σύγχρονες, υψηλού επιπέδου, απολύτως δωρεάν υπηρεσίες υγείας για όλο το λαό.