Άρθρο του Ψηφοδελτίου της “Αγωνιστικής Συσπείρωσης¨ στο Υπουργείο Εργασίας για την επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας μέσω της λεγόμενης «Κοινωνικής Συμφωνίας»

Δημοσιεύτηκε στις

«Κοινωνική Συμφωνία» για τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, χωρίς τους εργαζόμενους και τα κλαδικά συνδικάτα

  Η λεγόμενη «Κοινωνική Συμφωνία» μεταξύ Υπουργείου Εργασίας, ΓΣΕΕ και εργοδοτικών φορέων υπεγράφη ενόψει της υποχρέωσης της Κυβέρνησης και του Υπουργείου Εργασίας να καταρτήσουν μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου «σχέδιο δράσης» για την ενίσχυση των κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (εφεξής ΣΣΕ), υποχρέωση που απορρέει από τον Νόμο 5163/2024 με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η οδηγία 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (εφεξής Ευρωπαϊκή Οδηγία).

 Μια κριτική προσέγγιση της λεγόμενης «Κοινωνίας Συμφωνίας» είναι αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη της και να επιχειρεί να απαντήσει τα ακόλουθα ερωτήματα. Γιατί κατέρρευσε το Σύστημα Συλλογικών Διαπραγματεύσεων το οποίο είχε στο πυρήνα του ΣΣΕ σε κλαδικό και ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο, οδηγώντας σε μείωση του ποσοστού κάλυψης από ΣΣΕ; Ποιο είναι σήμερα το ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ; Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 η οποία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με τον Νόμο 5163/2024 και σε ευθυγράμμιση με την οποία υπογράφτηκε η «Κοινωνική Συμφωνία»; Ποιο είναι το περιεχόμενο της «Κοινωνικής Συμφωνίας» και ποιες οι πιθανές επιπτώσεις του; Γιατί, εν τέλει, υπογράφτηκε η «Κοινωνική Συμφωνία» και ποιες είναι οι επιδιώξεις της κυβέρνησης, του κεφαλαίου και της εργοδοτικής-κυβερνητικής ηγεσίας της ΓΣΕΕ; Υπάρχει δυνατότητα αναβίωσης των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ μέσω αυτής της «συμφωνίας» ή τα συνδικάτα πρέπει να κινηθούν σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση;

Γιατί κατέρρευσε το Σύστημα Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και σε ποια επίπεδα βρίσκεται σήμερα το ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ;

 Είναι ευρέως αποδεκτό στη σχετική βιβλιογραφία πως όσο περισσότερο συγκεντροποιημένα είναι τα συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων, δηλαδή όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός στον οποίο κυριαρχούν οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές διαπραγματεύσεις και ΣΣΕ έναντι των επιχειρησιακών ΣΣΕ και των ατομικών συμβάσεων εργασίας, τόσο καλύτερα μπορούν να διαπραγματευτούν οι εργαζόμενοι την τιμή της εργατικής τους δύναμης. Γιατί στον καπιταλισμό η εργατική δύναμη, δηλαδή η ικανότητα του ανθρώπου να παράγει αγαθά και υπηρεσίες, μετατρέπεται σε εμπόρευμα, ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα που η αξία χρήσης του είναι η παραγωγή νέας αξίας.

 Οι πέντε κρίσιμοι παράγοντες που στην ενότητά τους καθορίζουν την ύπαρξη ισχυρών ΣΣΕ σε κλαδικό και ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο είναι: α) η νομοθετική κατοχύρωση των αρχών της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επέκτασης των ΣΣΕ, β) ο υψηλός βαθμός συνδικαλιστικής πυκνότητας των οργανώσεων των εργαζομένων, γ) ο υψηλός βαθμός της πυκνότητας των εργοδοτικών οργανώσεων, δ) η νομική κατοχύρωση της υποχρεωτικής μεσολάβησης-διαιτησίας, ε) η νομική κατοχύρωση του δικαιώματος στην απεργία και της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης των εργαζομένων.

 Η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης διασφαλίζει ότι οι ΣΣΕ που συνάπτονται στο επίπεδο της επιχείρησης και οι ατομικές συμβάσεις, δεν μπορούν να εμπεριέχουν δυσμενέστερους όρους από τους όρους των ΣΣΕ που συνάπτονται στο επίπεδο του κλάδου ή του επαγγέλματος. Η υποχρεωτική επέκταση μιας κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης, διευρύνει την ισχύ της ΣΣΕ και στους εργαζόμενους ή/και στους εργοδότες που δεν είναι μέλη των διαπραγματευόμενων συλλογικών οργανώσεων, ενώ όταν συνδυάζεται με την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, περιορίζει την εφαρμογή επιχειρησιακών συμβάσεων που περιέχουν δυσμενέστερους όρους καθώς και τη χρήση των ατομικών συμβάσεων. Ο υψηλός βαθμός της συμμετοχής στα συνδικάτα και στις εργοδοτικές οργανώσεις διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της ΣΣΕ, καθώς αυξάνει τον αριθμό των εργαζόμενων που μια ΣΣΕ δεσμεύει. Ο ρόλος της διαιτησίας είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την διατήρηση των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, ιδιαίτερα όταν τα κλαδικά και ομοιοεπαγγελματικά συνδικάτα είναι αδύναμα να διαπραγματευθούν, ενώ οι εργοδοτικές οργανώσεις μπορεί να είναι κατακερματισμένες ή να αρνούνται τη συλλογική διαπραγμάτευση. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εξομοίωση των διαιτητικών αποφάσεων με ΣΣΕ, διατηρεί ενεργές τις ΣΣΕ, συγκρατεί τα επίπεδα του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, ενώ ταυτόχρονα διατηρώντας ενεργές τις ΣΣΕ διασφαλίζει τον ρόλο των κλαδικών συνδικάτων, ενισχύει την αναγνώρισή τους από τους εργαζόμενους και υπό αυτή την έννοια δύναται να ενισχύσει τη συμμετοχή σε αυτά. Είναι αναγκαίο να τονιστεί πως η υψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα των εργατικών οργανώσεων και η προστασία του δικαιώματος στην απεργία αποτελούν τις κρίσιμες μεταβλητές αυτής της ενότητας των πέντε παραγόντων, καθώς αποτελούν προϋπόθεση ώστε να «κάτσουν στο τραπέζι» των διαπραγματεύσεων οι εργοδότες. Στους παράγοντες που επηρεάζουν την ισχύ των συνδικάτων, περιλαμβάνεται ως κρίσιμος (κατ’ επέκταση και) για την διεξαγωγή των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ιδίως σε κλαδικό επίπεδο, ο βαθμός προστασίας των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, όπως η πρόσβαση συνδικαλιστών στο χώρο δουλειάς, η προστασία από απολύσεις και αντισυνδικαλιστικές πρακτικές.

 Κατά την περίοδο των προηγούμενων 15 χρόνων, η πολιτική όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων, συντέλεσε στην αποκέντρωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και στο δραστικό περιορισμό των ΣΣΕ σε κλαδικό και επαγγελματικό επίπεδο.Η πολιτική αυτή ευθυγραμμιζόταν με τους στόχους του κεφαλαίου για να απαλλαγεί από το «βάρος» των ΣΣΕ. Με βάση τα στοιχεία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) ενώ κατά την περίοδο 2000-2010 συνάπτονταν κατά μέσο όρο 181 ΣΣΕ κατ’ έτος σε επίπεδο κλάδου και επαγγέλματος (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που συνάφθηκαν με τη συνδρομή του ΟΜΕΔ), την περίοδο 2011-2025 συνάφθηκαν κατά μέσο όρο 27 ΣΣΕ κατ’ έτος (24 κατά μέσο όρο την περίοδο 2015-2019, 22 κατά μέσο όρο την περίοδο 2020-2025), ενώ ελάχιστες από αυτές έχουν κηρυχθεί υποχρεωτικές (κυρίως των ξενοδοχοϋπαλλήλων, των τραπεζών, μία ΣΣΕ του επισιτισμού το 2023 η οποία δεν ανανεώθηκε). Αξίζει να σημειωθεί πως η πλειονότητα των ΣΣΕ που επιβίωσαν περιείχαν μισθολογικούς όρους είτε μείωσης των βασικών μισθών (ειδικά τα πρώτα χρόνια των μνημονίων), είτε παγώματος ή εξίσωσης ή οριακής αύξησης συγκριτικά με το νομοθετικά καθορισμένο κατώτατο μισθό. Στοιχείο που δείχνει πως ακόμα και η υπογραφή μιας ΣΣΕ «με το πιστόλι στον κρόταφο» χωρίς δηλαδή να είναι διασφαλισμένα όλα τα συλλογικά δικαιώματα που αναφέρθηκαν παραπάνω και χωρίς την αγωνιστική πίεση των ίδιων των εργαζόμενων του εκάστοτε κλάδου δεν μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση. Αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων και της κατάρρευσης των ΣΣΕ, είναι να έχει μειωθεί το πραγματικό ωρομίσθιο στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2009-2023 κατά 23,7%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών. Δηλαδή το κεφάλαιο αφού πρώτα μετέφερε το βάρος της καπιταλιστικής κρίσης στους εργαζόμενους βασίστηκε στη συνέχεια στους χαμηλούς μισθούς και στην περιστολή των δικαιωμάτων για την ανάκαμψητης κερδοφορία του.

Οι λόγοι που οδήγησαν στην κατάρρευση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και στη δραστική μείωση των ΣΣΕ σε κλαδικό και ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο, ήταν οι νομοθετικές παρεμβάσεις που επηρέασαν το σύνολο των προαναφερθέντων πέντε κρίσιμων παραγόντων. Ποτέ στην ουσία δεν επανήλθαν οι αρχές της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επέκτασης των ΣΣΕ, κατ’ ουσίαν έχει καταργηθεί η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ  για την πλειονότητα των συνδικάτων, αποδυναμώθηκε χειρουργικά το δικαίωμα στην απεργία με τα νομοθετήματα Αχτσιόγλου-Χατζιδάκη-Γεωργιάδη, περιορίστηκε η προστασία της συνδικαλιστικής δράσης, και ως εκ τούτου δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για αποδυνάμωση των κλαδικών συνδικάτων και της κλαδικής διαπραγμάτευσης, καθώς και για την καθήλωση του ποσοστού κάλυψης από ΣΣΕ σε χαμηλά επίπεδα.

Ειδικότερα:

1) Καταργήθηκε (αναστολή μέχρι τις 20/08/2018) η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης (άρθρο 2, παράγραφος 7 του Νόμου 3845/2010, πρώτο μνημόνιο)

2) Εισήχθησαν οι ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι όροι των οποίων μπορούσαν να είναι δυσμενέστεροι έναντι των κλαδικών κατ’ εφαρμογή του πρώτου μνημονίου (άρθρο 13 του Νόμου 3899/2010)

3) Καταργήθηκε (αναστολή μέχρι τις 20/08/2018) η επέκταση των κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ (άρθρο 37, παράγραφος 6 του Νόμου 4024/2011)

4) Εισήχθη η δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακής ΣΣΕ από ένωση προσώπων, αποτελούμενη από τα 3/5 των μισθωτών της επιχείρησης και ανεξαρτήτως μεγέθους αυτής (δηλαδή και σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 20 εργαζόμενους όπου δεν υπάρχει συνδικάτο), η οποία υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική (αντιστροφή της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης)  (άρθρο 37, παράγραφοι 1-5 του Νόμου 4024/2011)

5) Καταργήθηκε η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (άρθρο 3, ΠΥΣ 6/2012 κατ’ εφαρμογή του άρθρο 6 του Νόμου 4046/2012, δεύτερο μνημόνιο), η οποία ακυρώθηκε με την 2307/2014 απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (14/06/2014)

6) Αποδυναμώθηκε η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μέσω του προσδιορισμού του κατώτατου μισθού με νόμο, καθώς και του περιορισμού της καθολικής δεσμευτικότητάς της στους μη-μισθολογικούς όρους (άρθρο 1 του Νόμου 4093/2012)

7) Το τρίτο μνημόνιο που επικύρωσε τις παραπάνω κατευθύνσεις (Νόμος 4336/2015)

8) Αυστηροποιήθηκαν οι προϋποθέσεις κήρυξης απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία (άρθρο 211, Νόμος 4512/2018)

9) Αναβίωσε περιορισμένη η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, κυρίως λόγω της εξάρτησης της επέκτασης από τις εργοδοτικές ομοσπονδίες και της πρόθεσής τους να υποβάλουν ή όχι το μητρώο μελών τους στο Υπουργείο Εργασίας (Εγκύκλιος 32921/2175/13-06-2018)

10) Παγιώθηκε η ένωση προσώπων ως μορφής διαπραγματευόμενης συνδικαλιστικής οργάνωσης με δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακής ΣΣΕ (παράγραφος 5, άρθρο 53, Νόμος 4635/2019)

11) Υπονομεύθηκε η αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης μέσω της δυνατότητας εισαγωγής ρητρών εξαίρεσης σε κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ (παράγραφος 8, άρθρο 53, Νόμος 4635/2019)

12) Υπονομεύθηκε η επέκταση των ΣΣΕ μέσω της δυνατότητας εξαίρεσης ορισμένων κατηγοριών επιχειρήσεων με απόφαση του Υπουργού (άρθρο 56, Νόμος 4635/2019)

13) Υπονομεύθηκε η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, καθώς οι αυστηρές προϋποθέσεις που τίθενται την καθιστούν πρακτικά αδύνατη για την συντριπτική πλειονότητα των συνδικάτων (παράγραφος 2, άρθρο 57, Νόμος 4635/2019)

14) Περιορίστηκε η προστασία της συνδικαλιστικής δράσης μέσω της διευκόλυνσης των απολύσεων συνδικαλιστικών στελεχών (άρθρο 88, Νόμος 4808/2021)

15) Υπονομεύθηκε η άσκηση του δικαιώματος στην απεργία (άρθρο 93, Νόμος 4808/2021 που συμπληρώθηκε με το άρθρο 31 του Νόμου 5053/2021)

 Σύμφωνα με τα στοιχεία του OECD, το 2018 που υποτίθεται πως έληξαν τα μνημόνια, το ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ ήταν 14,2% (OECD/AIAS ICTWSS database). Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, το 2024 το ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ που καθορίζουν τους βασικούς μισθούς ανήλθε σε 24,67%, ενώ αν ληφθεί υπόψη πως η κλαδική ΣΣΕ του επισιτισμού (στον οποίο απασχολούνται περίπου 250.000 εργαζόμενοι) έληξε το Μάϊο του 2025 και δεν ανανεώθηκε, τότε το συνολικό ποσοστό κάλυψης εκτιμάται πως υπερβαίνει ελαφρώς το 13%, ενώ από κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ καλύπτονται 160.000 περίπου μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. Σημειώνεται πως για την πλειονότητα των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου.

Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 πίσω από την «Κοινωνική Συμφωνία»

Με τον νόμο 5163/2024 που τέθηκε σε ισχύ στις 6 Δεκεμβρίου 2024, ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου «για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Οι δύο γενικοί άξονες που θέτει η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 προς αυτή την κατεύθυνση, είναι η διαμόρφωση επαρκών επιπέδων κατώτατων μισθών α) μέσω μηχανισμών προσδιορισμού του και β) μέσω της προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών.

 Η δημόσια συζήτηση επί του νόμου 5163/2024 (πριν αυτός ψηφιστεί) εστίασε κυρίως στον μηχανισμό καθορισμού και αναπροσαρμογής του νομοθετικά καθορισμένου κατώτατου μισθού. Οι ταξικές δυνάμεις εντός των συνδικάτων έκαναν έγκαιρα λόγο για «μόνιμο κόφτη» κατ’ επιταγή της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή της απρόσκοπτης κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων), ενώ τόνισαν πως αυτός ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού υπονομεύει ευθέως τις συλλογικές διαπραγματεύσεις (βλ. σχετική ανακοίνωση της Δημοσιοϋπαλληλικής Αγωνιστικής Συσπείρωσης[1]), καθώς παρουσιάζεται ο καθορισμός του κατώτατου μισθού ως κάτι «ουδέτερο» που εξαρτάται από έναν μαθηματικό τύπο, πέρα και έξω από τις ανάγκες των εργαζομένων και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.       Ο δεύτερος άξονας της Ευρωπαϊκή Οδηγίας 2022/2041 που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το νόμο 5163/2024, αφορά στις (πέραν πάσης αμφιβολίας υποκριτικές) επικλήσεις της περί προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της αύξησης του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 επισημαίνεται πως η Ευρωπαϊκή Οδηγία «εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του απόλυτου σεβασμού της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων, καθώς και του δικαιώματος τους να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις», ενώ στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου επισημαίνεται πως«[κ]αμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν ερμηνεύεται ως επιβάλλουσα την υποχρέωση σε οποιοδήποτε κράτος μέλος […] να αναγορεύσει οποιεσδήποτε συλλογικές συμβάσεις καθολικά εφαρμοστέες».  Με άλλα λόγια, η όποια πρόθεση προώθησης των κλαδικών ΣΣΕ, η οποία θα απαιτούσε –ειδικά για τις χώρες με χαμηλό ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ– την υποχρεωτική επέκταση τους σε όλους τους εργαζόμενους του κλάδου, «θυσιάζεται» στο όνομα της «συλλογικής αυτονομίας».

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 προβλέπεται για τις χώρες που το ποσοστό κάλυψης υπολείπεται του 80% του συνόλου των εργαζομένων, η κατάρτιση «σχεδίου δράσης» για την εφαρμογή μέτρων για την σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης (ενόψει και της υποχρέωσης κατάρτισης αντίστοιχου «σχεδίου δράσης» στην Ελλάδα μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, υπεγράφη η «Κοινωνική Συμφωνία» μεταξύ Υπουργείου Εργασίας – ΓΣΕΕ -εργοδοτικών οργανώσεων). Ωστόσο, απουσιάζουν συγκεκριμένα μέτρα με δεσμευτικότητα τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις και στην τόνωση των ΣΣΕ σε κλαδικό επίπεδο. Άλλωστε, η επανεξέταση του «σχεδίου δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών» που μπορεί να γίνει μετά από πέντε έτη (όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 της οδηγίας και στο άρθρο 5 του νόμου 5163/2024), αλλά και η συνολική επανεξέταση της οδηγίας που δύναται να γίνει μέχρι τις 15 Νοεμβρίου του 2029, μόνο το χαρακτήρα επειγόντων και δεσμευτικών μέτρων, προς όφελος των εργαζομένων και της ενίσχυσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των ΣΣΕ δεν έχουν.

Στο άρθρο 9 της οδηγίας προβάλλεται ως μέσο προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων η λήψη μέτρων από τα κράτη μέλη, ώστε «κατά την ανάθεση και την εκτέλεση δημόσιων συμβάσεων ή συμβάσεων παραχώρησης, οι οικονομικοί φορείς και οι υπεργολάβοι τους [να] συμμορφώνονται με τις ισχύουσες υποχρεώσεις όσον αφορά τους μισθούς, το συνδικαλιστικό δικαίωμα και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, τις ισχύουσες υποχρεώσεις στον τομέα του κοινωνικού και εργατικού δικαίου που θεσπίζεται από το ενωσιακό δίκαιο, το εθνικό δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις ή τις διατάξεις του διεθνούς κοινωνικού και εργατικού δικαίου». Στο βαθμό που καμία δεσμευτικότητα δεν υφίσταται ως προς την επέκταση των ΣΣΕ ή έστω ως προς την υποχρέωση ανάθεσης των δημόσιων συμβάσεων ή συμβάσεων παραχώρησης αποκλειστικά σε επιχειρήσεις οι οποίες έχουν εμπλακεί σε συλλογικές διαπραγματεύσεις και στη σύναψη ΣΣΕ, το εν λόγω άρθρο είναι κενό περιεχομένου.

Αξίζει να σημειωθεί πως και στο πόρισμα της (ελληνικής) Επιστημονικής Επιτροπής για την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 αναφέρεται πως «[τ]α κράτη μέλη έχουν υποχρέωση προσπάθειας και όχι αποτελέσματος όσον αφορά στην προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη ρύθμιση των μισθών». Επιπλέον, σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι η οδηγία στα άρθρα 8 και 13 αναφέρεται ρητά στις κυρώσεις που τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν για τον έλεγχο της εφαρμογής των ενσωματωμένων στο εθνικό δίκαιο διατάξεων της οδηγίας, και παρά το γεγονός ότι στα αντίστοιχα άρθρα 8 και 13 του Νόμου 5163/2024 γίνεται αναφορά στις κυρώσεις και στην αρμοδιότητα της Επιθεώρησης Εργασίας (με ιδιαίτερη σαφήνεια στο άρθρο 8), στην Επιστημονική Επιτροπή για την ενσωμάτωση της οδηγίας κανένα μέλος της δεν προέρχεται από την Επιθεώρηση Εργασίας[2]. Κατά τη γνώμη μας η επιλογή αυτή από την πλευρά του Υπουργείου Εργασίας –που είχε την ευθύνη για την συγκρότηση της επιτροπής– σε αυτή την αφετηριακή διαδικασία ενσωμάτωσης της οδηγίας, είναι ενδεικτική των προθέσεων μη εφαρμογής ουσιαστικών μέτρων ενίσχυσης της ΣΣΕ από την πλευρά της κυβέρνησης, γεγονός που συνηγορεί επιπρόσθετα για την μη δεσμευτικότητά της Ευρωπαϊκής Οδηγίας και τον χαρακτήρα της ως «ήπιου δικαίου».Ακόμα, από την ίδια μας την πείρα ως εργαζόμενοι των αρμόδιων υπηρεσιών αλλά και από τις εκθέσεις πεπραγμένων γνωρίζουμε ότι δεν εντάσσεται τα τελευταία χρόνια στον προγραμματισμό ελέγχων του Υπουργείου και της Επιθεώρησης Εργασίας (που είναι μεν πλέον ανεξάρτητη διοικητικά αλλά πολιτικά όχι) η τήρηση των όρων των ενεργών ΣΣΕ.

Η όποια εφαρμογή της οδηγίας 2022/2041 στο σύνολο των κρατών-μελών είναι ακόμα και σήμερα υπό αμφισβήτηση. Σχεδόν τρεις μήνες μετά από την ψήφισή της, η Δανία προσέφυγε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) προκειμένου να ακυρωθεί στο σύνολό της, ή σε περίπτωση που αυτό δεν συμβεί, να ακυρωθούν η περίπτωση δ της παραγράφου 1 και η παράγραφος 2 του άρθρου 4 της οδηγίας (που σχετίζονται αντίστοιχα με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και τον καθορισμό των μισθών-αμοιβών μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων), καθώς παραβιάζεται η παράγραφος 5 του άρθρου 153 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημειώνεται πως σύμφωνα με την εν λόγω συνθήκη, η Ε.Ε. προκειμένου να προωθήσει την απασχόληση, την βελτίωση τηςδιαβίωσηςκαι της εργασίας (άρθρο 151), δύναται μέσω οδηγιών να θεσπίζει ελάχιστες προδιαγραφές για μια σειρά θεμάτων που αφορούν τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, όχι όμως για θέματα που αφορούν «στις αμοιβές, στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στο δικαίωμα για απεργία ή στο δικαίωμα για ανταπεργία (λόκ-άουτ)» (παράγραφος 5, άρθρο 153). Υιοθετώντας το σκεπτικό της προσφυγής της Δανίας, ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατύπωσε την άποψη ότι η οδηγία θα πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της. Σε κάθε περίπτωση, τόσο το περιεχόμενο της οδηγίας, όσο και η εξέλιξη της αμφισβήτησής της από τον Εισαγγελέα του Δ.Ε.Ε., είναι δεικτικά του γεγονότος πως καμία δεσμευτικότητα δεν παράγεται από την εν λόγω οδηγία ως προς την προώθηση των κλαδικών ΣΣΕ και την αύξηση του ποσοστού κάλυψης από ΣΣΕ, κάτι που –βάσει και της παρ. 5 του άρθρου 153 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε.– φαίνεται να είναι σε σημαντικό βαθμό και συστατικό στοιχείο της ίδια της Ε.Ε. και της λειτουργίας της προς όφελος του κεφαλαίου.

 Το περιεχόμενο της «κοινωνικής συμφωνίας»

Δεν έχει στεγνώσει ακόμα το μελάνι από την νομοθέτηση του 13ωρου και η κυβέρνηση δια της Υπουργού Εργασίας (Υπουργού του 13ωρου) πανηγυρίζει για μια δήθεν ιστορική συμφωνία προς όφελος εργαζομένων και εργοδοτών.

Πρέπει να τονιστεί εκ προοιμίου πως κλαδικές ΣΣΕ με αξιοπρεπείς όρους χωρίς ισχυρά κλαδικά συνδικάτα και ισχυρές κλαδικές ομοσπονδίες δεν μπορούν να υπάρξουν. Στην εν λόγω συμφωνία κανένα μέτρο ενίσχυσης της συμμετοχής στα κλαδικά συνδικάτα δεν περιλαμβάνεται, ενώ αντίθετα διατηρείται στο ακέραιο η μνημονιακή και μετα-μνημονιακή νομοθεσία περιορισμού της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης και του δικαιώματος στην απεργία, όρων κρίσιμων για τη δράση των συνδικάτων και για τη διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων.

 Στο πρώτο από τα πέντε σημεία της «συμφωνίας» προβλέπεται πως για τον προσδιορισμό του πεδίου εφαρμογής μια κλαδικής ΣΣΕ και την επέκτασή της, θα ορίζονται Κωδικοί Αριθμοί Δραστηριότητας (ΚΑΔ). Κατά τη γνώμη μας δεν αποτελεί μέτρο διευκόλυνσης για τη σύναψη των ΣΣΕ, γιατί στο βαθμό που και οι ίδιοι οι ΚΑΔ που θα εμπεριέχονται σε μια κλαδική ΣΣΕ αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, τότε, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των ΚΑΔ, τόσο δυσκολότερο θα είναι η προσέγγιση του αναγκαίου ποσοστού για την κήρυξη της ΣΣΕ ως υποχρεωτικής, ενώ από την άλλη, όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των ΚΑΔ, η όποια επέκταση θα περιορίζεται σε μικρότερο αριθμό επιχειρήσεων και άρα καλυπτόμενων από την ΣΣΕ εργαζόμενων. Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι μια επιχείρηση δε θα μπορεί να αλλάζει εικονικά ΚΑΔ ώστε να αποφεύγει την υποχρέωση εφαρμογής των όρων της ΣΣΕ.

Στο δεύτερο σημείο της «συμφωνίας» προβλέπεται ο περιορισμός των απαιτούμενων δικαιολογητικών για την εγγραφή στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε) και στο Γενικό Μητρώο Εργοδοτικών Οργανώσεων (ΓΕ.ΜΗ.Ο.Ε) και μάλιστα μόνο στην περίπτωση που τίθεται ζήτημα επέκτασης της ΣΣΕ ή προσφυγής στον ΟΜΕΔ. Το συγκεκριμένο μέτρο καμιά διευκόλυνση ως προς την σύναψη κλαδικών ΣΣΕ δεν παράγει, ενώ αποτελεί παραδοχή της αποτυχίας της Κυβέρνησης να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του νόμου Χατζηδάκη (4808/2021), έπειτα και από τις σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ (απόφαση ΣτΕ Δ΄ 7μ. 2175/2022).

 Το τρίτο σημείο της «συμφωνίας» προβλέπει την μετενέργεια όλων των κανονιστικών όρων μιας ΣΣΕ που λήγει με τον πάροδο των τριών μηνών της παράτασης και την ισχύ αυτών των όρων και για τους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται εντός του τριμήνου της παράτασης. Δεδομένου ότι εγγυητής της εφαρμογής μιας ΣΣΕ είναι το κλαδικό/ομοιοεπαγγελματικό σωματείο, στο βαθμό που καμία ενίσχυση της συμμετοχής στα συνδικάτα δεν παράγεται από την «συμφωνία», ο όρος αυτός της «συμφωνίας» είναι έωλος. Είναι γνωστή η πρακτική των εργοδοτών, όπου δεν υπάρχει το αντίβαρο της δράσης του συνδικάτου, να απολύουν και να προσλαμβάνουν εκ νέου. Επιπλέον, δεδομένου του υψηλού αριθμού προσλήψεων-αποχωρήσεων (μόνο τον Οκτώβριο του 2025 υπήρξαν 301.206 νέες προσλήψεις και 421.225 αποχωρήσεις, βλ. τις μηνιαίες ροές μισθωτής απασχόλησης του Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ που είναι αναρτημένες στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εργασίας[3]) ο χρόνος της μετενέργειας μιας ΣΣΕ και κατ’ επέκταση η κάλυψη των μισθωτών από ΣΣΕ, θα αποσβένεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Το τέταρτο σημείο της «συμφωνίας» προβλέπει την μείωση του ελάχιστου απαιτούμενου ποσοστού κάλυψης από ΣΣΕ προκειμένου αυτή να κηρυχθεί υποχρεωτική για το σύνολο των εργαζόμενων του κλάδου, από 50% σε 40% των εργαζόμενων που εργάζονται σε επιχειρήσεις-μέλη της εργοδοτικής οργάνωσης που έχει υπογράψει και δεσμεύεται από την ΣΣΕ. Ωστόσο, καμία βεβαιότητα ως προς την ενίσχυση των κλαδικών ΣΣΕ δεν παράγει αυτός ο όρος της «συμφωνίας» καθώς είναι πιθανό: α) να υπάρξει ένα κύμα αποχωρήσεων των εργοδοτών από τις εργοδοτικές οργανώσεις, μειώνοντας τεχνητά το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνται σε εργοδότες που ανήκουν στις συμβαλλόμενες εργοδοτικές οργανώσεις, β) να υπάρξει συστηματική άρνηση των εργοδοτών να προσέρχονται σε συλλογικές διαπραγματεύσεις υπό το μανδύα της συλλογικής αυτονομίας, γ) τα κλαδικά συνδικάτα υπό το βάρος των αντισυνδικαλιστικών πρακτικών, των αυστηρών προϋποθέσεων κήρυξης απεργίας, των εξαντλητικών ωραρίων των εργαζομένων (βλ. νόμος για τις 13 ώρες συνεχόμενης απασχόλησης) που λειτουργούν ανασταλτικά στη συμμετοχή στα συνδικάτα, να αδυνατούν να βελτιώσουν τη θέση τους στο συσχετισμό δυνάμεων ώστε να οδηγήσουν τις εργοδοτικές οργανώσεις «στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

Επιπλέον, στο τέταρτο σημείο της «συμφωνίας» περιέχεται και ένας όρος (ίσως ο σημαντικότερος) ανοικτής υπονόμευσης των κλαδικών συνδικάτων και των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων με πρωταγωνιστή την ηγεσία της ΓΣΕΕ. Συγκεκριμένα, προβλέπεται πως το όριο του 40% προκειμένου να κηρυχθεί μια ΣΣΕ ως υποχρεωτική δεν απαιτείται (ή αναγνωρίζεται ως εκπληρούμενο κατά πλάσμα δικαίου), όταν η ΣΣΕ συνάπτεται ή συνυπογράφεται από την ΓΣΕΕ και μία εκ των τριτοβάθμιων εργοδοτικών οργανώσεων. Πρόκειται για όρο που αποτελεί μοχλό ασφυκτικής πίεσης των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ομοσπονδιών, οι οποίες καθίστανται όμηροι των εργοδοτικών ενώσεων και της κυβερνητικής ΓΣΕΕ. Πρόκειται για ωμό εκβιασμό: «Αν θέλετε να επεκτείνετε τις κλαδικές ΣΣΕ, απευθυνθείτε στη ΓΣΕΕ για να τις υπογράψει. Όμως για να γίνει αυτό οι όροι που εσείς πετύχατε να αποδεχτεί η εργοδοσία, με τους αγώνες σας, θα αλλάξουν στα μέτρα της εργοδοσίας». Ανοίγει στην πραγματικότητα ο δρόμος για την επιλεκτική επέκταση ορισμένων μόνο όρων των ΣΣΕ. Δηλαδή, επιδιώκεται να παρακάμπτεται η αγωνιστική δράση των κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών συνδικάτων για αξιοπρεπείς όρους των κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, και να συνάπτονται κλαδικές ΣΣΕ χωρίς κλαδικά συνδικάτα, με την συνδρομή της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των εργοδοτών και της μέγιστης δυνατής κερδοφορίας τους. Οι ξεκάθαρα απειλητικές δηλώσεις του προέδρου της ΓΣΕΕ προς τα αγωνιστικά κλαδικά και ομοιοεπαγγελματικά συνδικάτα, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία επ’ αυτού: «Είναι προφανές ότι κάποιοι που έταζαν και τάζουν στους πάντες τα πάντα θα ξεβολευτούν. Θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα εξακολουθήσουν την άγονη κομματική γραμμή του «όλα ή τίποτα». Με τέτοιο μένος ενάντια στα αγωνιστικά συνδικάτα και τις ομοσπονδίες, ούτε οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων δεν μίλησαν[4]. Δεν χωρά αμφιβολία πως η ΓΣΕΕ επιβεβαιώνει το ρόλο της ως εκπρόσωπος του εργοδοτικού συνδικαλισμού, αποτελώντας το μακρύ χέρι της κυβέρνησης και των εργοδοτών, που κατ’ ουσίαν όχι μόνο δεν θέλουν την αναβίωση των ΣΣΕ αλλά με τον συγκεκριμένο όρο φροντίζουν για την υπονόμευσή τους. Φαίνεται πως η λειτουργία καθ’ υπόδειξη της κυβέρνησης και των εργοδοτών, είναι ο μόνος τρόπος να νεκραναστηθεί η απαξιωμένη συνδικαλιστική ηγεσία της ΓΣΕΕ (ΠΑΣΚΕ), που μετά τη θέσπιση του νομοθετικά καθορισμένου κατώτατου μισθού και την πλήρη ταύτισή της με τις μνημονιακές πολιτικές, έχασε όχι μόνο την υπόληψή της έναντι των εργαζόμενων, αλλά και απώλεσε μεγάλο τμήμα της όποιας ισχύος της. Γιατί άραγε εδώ και δέκα και πλέον χρόνια η ΓΣΕΕ δεν έχει καταφέρει να «κάτσει τους εργοδότες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», ώστε να συναφθεί Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας με μισθολογικούς όρους (δεσμεύοντας έστω τα συμβαλλόμενα μέρη) και κατώτατο μισθό υπέρτερο του νομοθετικά καθορισμένου; Ο νόμος της δίνει τη δυνατότητα (άρ. 3 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρ. 8 παρ. 1 του Ν.1876/1990, όπως ισχύει) αλλά η ισχύς της όχι! Και από που αντλεί την ισχύ της να συνάπτει τώρα κλαδικές ΣΣΕ; Προφανώς με απευθείας ανάθεση από την κυβέρνηση και τους εργοδότες, όταν θα υπάρχει ο κίνδυνος να υπογραφούν ΣΣΕ από αγωνιστικά κλαδικά σωματεία με αξιοπρεπείς για τους εργαζόμενους όρους. Οι σκελετοί βγήκαν από την ντουλάπα! Συγκροτείται μια νέα «Τρόικα» από την Κυβέρνηση, τους εργοδότες και την ανυπόληπτη ηγεσία της ΓΣΕΕ με σκοπό να χτυπήσει τα εργατικά συνδικάτα με τα νέα εργαλεία που θα έχει στα χέρια της. Επιδιώκουν δηλαδή να περάσει και να παγιωθεί όλη η αντεργατική νομοθεσία των τελευταίων δεκαετιών μέσα στις Συλλογικές Συμβάσεις.

Τέλος, το πέμπτο σημείο της «Κοινωνικής Συμφωνίας» αφορά στη σύσταση 3-μελούς επιτροπής, η οποία θα αποτελεί έναν fast-track «κόφτη» περιορισμού της ήδη περιορισμένης μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία. Επισημαίνουμε πως πρακτικά η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία είναι αδύνατη για την πλειονότητα των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συνδικάτων, ενώ περιορίζεται μόνο σε επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας ή/και σε επιχειρήσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα εφόσον έχουν αποτύχει οι διαπραγματεύσεις και συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος.

 Η σκοπιμότητα της «κοινωνικής συμφωνίας»

 Γιατί η κυβέρνηση προχώρησε στη σύναψη της «κοινωνικής συμφωνίας»; Κατά τη γνώμη μας οι λόγοι είναι οι εξής: α) θέλει να εκπληρώσει την τυπική υποχρέωση ενσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, η οποία έτσι και αλλιώς δεν παράγει δεσμευτικότητα ως προς συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θα οδηγούσαν πραγματικά σε αύξηση του ποσοστού κάλυψης από ΣΣΕ, β) μέσω της συμφωνίας επιδιώκει να διαχειριστεί επικοινωνιακά και να μετριάσει την εργατική και λαϊκή δυσαρέσκεια από την παρατεταμένη επιδείνωση των όρων εργασίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δίνοντας το «άρωμα της συναίνεσης» των εργαζομένων στην αντεργατική πολιτική της, δια της συμμετοχής στη συμφωνία της εργοδοτικής ηγεσίας της ΓΣΕΕ, γ) θέλει να «νεκραναστήσει» και να χρησιμοποιήσει την ευθυγραμμισμένη με την πολιτική της κυβέρνησης ΓΣΕΕ ως εφεδρεία για την αποποίηση των ευθυνών της (όπως ανελλιπώς κάνει, βλ. Τέμπη, ΟΠΕΚΕΚΕ κ.λπ) για την πολιτική των αμοιβών, καθώς η ενδεχόμενη σύναψη κλαδικών ΣΣΕ με τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ θα αποτελεί το επιχείρημα πως «οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αποφάσισαν για τους όρους εργασίας τους» και συνεπώς η κυβέρνηση δεν ευθύνεται, κάτι σαν 112 στο επίπεδο της σύναψης των ΣΣΕ, δ) θέλει να προλάβει τις αγωνιστικές διεκδικήσεις των εργαζομένων που πυκνώνουν τον τελευταίο καιρό και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ από τα ίδια τα κλαδικά/ομοιοεπαγγελματικά σωματεία, και κατ’ ουσίαν να τορπιλίσει τη δυνατότητα μιας πραγματικής αναβίωσης των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ με αξιοπρεπείς όρους για τους εργαζόμενους.

Πώς μπορούν να ανακάμψουν οι ΣΣΕ και να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ;,

 Η αναβίωση των κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ και η αύξηση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ απαιτεί την αντιμετώπιση των αιτιών που οδήγησαν στην κατάρρευση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων. Σε αυτή την κατεύθυνση απαιτείται στην ενότητά τους και όχι αποσπασματικά: α) να ενισχυθεί η συνδικαλιστική πυκνότητα των σωματείων, β) να αντιμετωπιστούν οι αντι-συνδικαλιστικές πρακτικές, γ) να καταργηθούν οι αντι-απεργιακοί και αντι-συνδικαλιστικοί νόμοι και να ενισχυθεί το δικαίωμα στην απεργία, δ) να εφαρμοστούν οι αρχές της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επέκτασης των ΣΣΕ χωρίς όρους και προϋποθέσεις, ε) να επανέλθει η δυνατότηταμονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, στ) να αξιοποιηθεί η θετική εμπειρία της δράσης των κλαδικών συνδικάτων που έχουν συνάψει ΣΣΕ κατά την προηγούμενη περίοδο αλλά και των ελπιδοφόρων εργατικών αγώνων των προηγούμενων χρόνων (e-food, Cosco, ναυτεργάτες).

  Εν κατακλείδι, η πλήρης επαναφορά των ΣΣΕ ως εργαλείο ουσιαστικής βελτίωσης της ζωής των εργαζομένων απαιτεί όξυνση της ταξικής πάλης, δυνάμωμα των μαζικών αγώνων μέσα στις επιχειρήσεις και τους κλάδους και όχι «κοινωνικούς διαλόγους» στη λογική της συμφιλίωσης των ταξικών αντιθέσεων. Απαιτεί μαζικοποίηση των συνδικάτων και αναβάθμιση της λειτουργίας τους. Μόνο έτσι θα αναγκαστούν οι εργοδότες να υπογράψουν συμβάσεις με αυξήσεις και δικαιώματα για τους εργαζόμενους, μόνο έτσι θα αναγκαστεί η Κυβέρνηση να να επαναφέρει όλο το πλέγμα των συλλογικών δικαιωμάτων. Είναι αναγκαίο να κατανοηθεί ευρύτερα πως για να κερδίσουν οι εργαζόμενοι πρέπει να χάσει το κεφάλαιο, πως τα συμφέροντα αυτών των «δύο κόσμων» είναι ανταγωνιστικά και ασυμφιλίωτα. Σε αυτό το δρόμο πρέπει να βαδίσουν οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους και όχι να μείνουν θεατές σε άλλη μια κακοστημένη παράσταση με προδιαγεγραμμένο τέλος.

Αθήνα, 07/12/2025

Αγωνιστική Συσπείρωση

[1]https://www.902.gr/eidisi/ergatiki-taxi/380308/monimos-koftis-me-nomoshedio-gia-ton-katotato-mistho.

[2]Βλ. Απόφαση Υπουργού με αριθμό πρωτοκόλλου 25530/01-04-2024, ΑΔΑ: 9ΩΒ746ΝΛΔΓ-ΨΔ1.

[3]https://ypergasias.gov.gr/apascholisi/ektheseis-p-s-ergani/.

[4]Βλ. σχετικές δηλώσεις στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εργασίας, https://ypergasias.gov.gr/istoriki-stigmi-gia-ton-kosmo-tis-ergasias-ypegrafi-gia-proti-fora-koinoniki-symfonia-kyvernisis-kai-ethnikon-koinonikon-etairon-nea-epochi-gia-tis-syllogikes-symvaseis-stin-ellada/.

Περισσότερα

Ομοσπονδία Οικοδόμων : Για το νέο εργοδοτικό έγκλημα στο εργοτάξιο της LAMDA Development στο Ελληνικό

Η Ομοσπονδία Οικοδόμων και Συναφών Επαγγελμάτων Ελλάδας καταγγέλλει το νέο εργοδοτικό έγκλημα στο πολυδιαφημισμένο...

Συνδικάτο Γάλακτος Τροφίμων Ποτών Αν. Μακεδονίας – Θράκης: Περιοδείες σε εργοστάσια του κλάδου

Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Γάλακτος Τροφίμων και Ποτών μαζί με το κλαδικό Συνδικάτο Γάλακτος...

Σωματεία – Φορείς Ν. Ιωνίας: Όλοι στη μεγάλη συγκέντρωση 13 Δεκέμβρη στις 12 το μεσημέρι στην πλατεία Σημηριώτη

ΚΑΤΩ Ο ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ! Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΑΓΩΝΑΣ! ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ...