Απεργιακός ξεσηκωμός απέναντι στην πολιτική «πάμε κι όπου βγει» που θωρακίζει τα συμφέροντα των λίγων.
Στις 28 Φλεβάρη συμπληρώνεται ένας χρόνος από το έγκλημα στα Τέμπη που έχασαν τη ζωή τους 57 άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους νέοι σε ηλικία.
Το προδιαγεγραμμένο έγκλημα ήταν η αφορμή που ξεχείλισε την οργή χιλιάδων εργαζόμενων, νεολαίας, συνταξιούχων, των λαϊκών στρωμάτων, που διαδήλωσαν ενάντια σε μια πολιτική που για τους πολλούς επιφυλάσσει το «πάμε κι όπου βγει», ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των λίγων, να θωρακίζεται η κερδοφορία τους πατώντας στην κυριολεξία πάνω στη ζωή και τις ανάγκες του εργαζόμενου λαού.
Παρά τις δηλώσεις των κυβερνώντων, παρά τα δάκρυα και τις υποσχέσεις, το «πάμε κι όπου βγει» είναι ακόμη εδώ για να τσαλαπατά τις ανάγκες μας, να κάνει την καθημερινότητά μας αφόρητη. Το καλοκαίρι με τις φωτιές και τις μεγάλες καταστροφές, το φθινόπωρο με τις πλημμύρες και τα καταστραμμένα σπίτια που βουλιάξανε στη λάσπη. Τα συνδικάτα μας να παλεύουν να στηρίξουν τους πληγέντες και οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι, όπως συμβαίνει πάντα, να είναι απόντες, με περίσσια λόγια παρηγοριάς και υποσχέσεων, αλλά ανύπαρκτα μέτρα και συγκεκριμένο σχεδιασμό απέναντι σε τέτοιου είδους καταστροφές.
Εμείς, οι οικοδόμοι, ξέρουμε από πρώτο χέρι τι σημαίνει «πάμε κι όπου βγει». Το νοιώθουμε όταν πηγαίνουμε για μεροκάματο και δεν γνωρίζουμε αν θα γυρίσουμε πάλι σπίτι μας. Οι χώροι δουλειάς είναι στην ουσία μια «κοιλάδα Τεμπών», χωρίς κανένα κρατικό έλεγχο. Μόνο πέρσι, 23 συνάδελφοί μας έχασαν τη ζωή τους σε χώρους δουλειάς από τους 160 σκοτωμένους που έχουν καταγραφεί συνολικά. Δεν ιδρώνει το αφτί κανενός, ούτε της κυβέρνησης, ούτε του υπουργείου Εργασίας.
«Πάμε κι όπου βγει» και όσο αντέχουν τα πόδια μας και το κορμί μας για να συμπληρώσουμε ένα μεροκάματο που το κατατρώει η ακρίβεια.
Σε εμβληματικά έργα, που υλοποιούνται και πολυδιαφημίζονται ως απόδειξη ότι τα πράγματα βαίνουν καλώς, ότι η οικονομία ενισχύεται, εμείς δουλεύουμε για 7 – 8 ευρώ την ώρα, με δηλωμένη συνήθως τη μισή ασφάλιση στο ένσημό μας.
Για εμάς είναι μια βάρβαρη πραγματικότητα να δουλεύουμε 40 χρόνια και να μην έχουμε τελικά ένσημα να βγούμε στη σύνταξη.
Το «πάμε κι όπου βγει» βολεύει τον μεγαλοεργοδότη, τον ΕΦΚΑ που εισπράττει χρόνια ολάκερα τα «υπέρ αγνώστων» ένσημα, την δική μας εργασία, κρατώντας μας σε καθεστώς μαύρης εργασίας.
Το δικό μας μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο όσο συνεχίζεται το εμπόριο της δουλειάς και της ασφάλισης μας. Όσο συνεχίζεται, ακόμη και σήμερα, να δουλεύουμε, αλλά να μην ασφαλιζόμαστε, χωρίς συλλογική σύμβαση, ώστε να υπάρχουν τα παράθυρα μη εφαρμογής της από την εργοδοσία.
Η συζήτηση, που έχει ανοίξει ανάμεσα σε μεγαλοεργοδότες, κυβέρνηση και υπουργείο εργασίας για την έλλειψη εργατικών χεριών στις Κατασκευές και αλλού, είναι υποκριτική. «Πάμε κι όπου βγει» και εδώ, ώστε το αποτέλεσμα να βολεύει τους μεγαλοεργοδότες.
Για να υπάρξουν εργατικά χέρια στις Κατασκευές πρέπει να έχουν ικανοποιητικό μεροκάματο, υποχρεωτική σύμβαση, ανθρώπινα ωράρια, να μην κινδυνεύουν να σκοτωθούν από την ανυπαρξία μέτρων ασφάλειας. Εδώ βρίσκεται όλο το ζουμί, στο σύνθημα, που γεννήθηκε σε όλους τους μεγάλους αγώνες του προηγούμενου διαστήματος, «Ή τα κέρδη τους ή οι ζωές μας».
Η απεργία στις 28 Φλεβάρη που αποφάσισαν συνδικάτα, ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα, είναι ο δρόμος για να υπερασπιστούμε τη δική μας ζωή, τα δικαιώματά μας, το μέλλον των οικογενειών μας.
Όσο μεγαλώνουν οι αγώνες με αυτόν τον προσανατολισμό θα είναι προς όφελος των πολλών. Η καθυστέρηση, ο εφησυχασμός, η στασιμότητα, τροφοδοτεί όλα όσα βαλτώνουν τη ζωή μας. Να δουλεύουμε «στα κόκκινα», αλλά ο μισθός να τελειώνει στα μέσα του μήνα. Να ρισκάρουμε τη ζωή μας σε χώρους δουλειάς – αρένες θανάτου. Να φτάνουμε στην ηλικία για σύνταξη και να μην έχουμε τις προϋποθέσεις να πάρουμε ούτε την ψαλιδισμένη κατώτερη σύνταξη. Να περιμένουμε να αλλάξουν τα πράγματα ελπίζοντας σε υποσχέσεις και να διαπιστώνουμε ότι η «κανονικότητα» δεν διαφέρει και πολύ από την περίοδο της κρίσης και της ανεργίας.
Τότε, δεν είχαμε δουλειά για να ζήσουμε, τώρα, δουλεύουμε και πάλι δεν μπορούμε να ζήσουμε. Τότε, τον κατώτερο μισθό τον κανόνιζε με διάταγμα ο υπουργός Εργασίας, το ίδιο γίνεται και τώρα. Τις τριετίες τις πάγωσαν μια δεκαετία, διαγράφοντας όλο αυτό το διάστημα της ζωής μας και τώρα το «κοντέρ» ξεκόλλησε και ξεκινάει από το 2024 και μετά, πάλι βολεύοντας την εργοδοσία και μεις στα ίδια και χειρότερα.
Για τη ζωή μας, για το δίκιο μας, θα αγωνιστούμε και θα απεργήσουμε. Για να νοιώσουν τη δύναμή μας. Για να τους υποχρεώσουμε να δουν τα προβλήματά μας κατάματα και να δώσουν λύσεις.
Στις 28 Φλεβάρη όλοι στους δρόμους, έχουμε Απεργία!