Με τη σημερινή εκδήλωση επαναφέρουμε το μεγάλο ζήτημα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ), των αυξήσεων σε μισθούς και μεροκάματα, την βελτίωση συνολικά των όρων δουλειάς και προστασίας του εισοδήματος.
Η οργάνωση της πάλης για υπογραφή ΣΣΕ με αυξήσεις σε μισθούς -σε συνδυασμό πάντα με την πάλη για την κατάργηση των άδικων φόρων και άλλα επείγοντα μέτρα προστασίας ενάντια στην ακρίβεια- είναι άμεση προτεραιότητα για τα εργατικά συνδικάτα και τους εργαζόμενους, την ώρα που η ακρίβεια, οι ανατιμήσεις συνθλίβουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν οι οικογένειές μας σε βασικές ανάγκες, τη θέρμανση, τη ΔΕΗ, το σούπερ μάρκετ, που όλοι καταλαβαίνουμε ότι δεν αντιμετωπίζονται με τα κουπόνια που μοιράζουν κυβέρνηση και εργοδότες, με τα ψίχουλα που υπόσχονται και τα παρουσιάζουν ως αυξήσεις στον κατώτατο μισθό.
Αποτελούν πρόκληση και μεγάλο εμπαιγμό για τους εργαζόμενους οι χθεσινοί πανηγυρισμοί του Υπουργού Εργασίας Χατζηδάκη για δήθεν αυξήσεις στους μισθούς την τελευταία τριετία. Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε την λαθροχειρία των στοιχείων που αξιοποιεί η κυβέρνηση για να ευλογήσει τα γένια της. Στο «ΕΡΓΑΝΗ» γίνεται επεξεργασία των δηλώσεων των εργοδοτών και παρουσιάζεται για παράδειγμα τον Οκτώβρη του 2021 ως μέσος μεικτός μισθός τα 1.117,80 ευρώ, ο οποίος είναι αυξημένος τον Οκτώβρη του 2022 κατά 5,28%, δηλαδή ούτε κατά το ήμισυ του πληθωρισμού. Όμως τον Οκτώβρη του 2021, με βάση τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, που αφορούν σε πραγματικές ημέρες εργασίας, ο μέσος μεικτός μισθός στις κοινές επιχειρήσεις στο 98% δηλαδή των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα ήταν στα 954,16 ευρώ. Αντίστοιχα, το 2019 ο μέσος μεικτός μισθός με βάση τα στοιχεία του ΕΦΚΑ ήταν 944,58 ευρώ, πραγματική αύξηση δηλαδή μόλις 1% αντί της εικονικής αύξησης του 12,44% που εμφανίζει η κυβέρνηση για την τριετία 2019 – 2022!
Αυτό επιβεβαιώνεται και από αυτά τα στοιχεία του «ΕΡΓΑΝΗ» όπου σε σύνολο 2.249.599 μισθωτών το 60,5% (!) αμείβεται με κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά. Και μόνο το 13% (!), δηλαδή 306.316 με πάνω από 1.500 ευρώ μεικτά. Αυτή είναι η άσχημη κατάσταση για τους εργαζόμενους.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα χειρότερη με τους πραγματικούς όρους της ελαστικής απασχόλησης και της ευελιξίας. Δύο μόνο στοιχεία: Πρώτο, είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των μισθωτών με μερική απασχόληση, από 305.685 το 2011, εκτοξεύτηκε στους 735.125 το 2021 και δεύτερο ότι οι απολύσεις το 2022 έφτασαν το αστρονομικό νούμερο των 2.643.224! Φτάσαμε δηλαδή στο σημείο ο απόλυτος αριθμός των απολύσεων μέσα σε έναν χρόνο να ξεπερνά ακόμα και τον συνολικό αριθμό των μισθωτών, σαν κάθε εργαζόμενος να απολύεται τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια ενός έτους και σε κάθε πρόσληψη να αντιστοιχεί σχεδόν μία απόλυση.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε ότι:
- Στο δημόσιο που οι μισθοί καθορίζονται με νόμο, σήμερα ο κατώτερος μισθός υπολείπεται από τον κατώτερο μισθό στον ιδιωτικό τομέα κατά 622 ευρώ το χρόνο. Σημειώνουμε, πως το μισθολόγιο αυτό έγινε με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και πρόσθεσε νέες μειώσεις στους μισθούς, πάγωσε την μισθολογική εξέλιξη, νομιμοποίησε και πάλι την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού κ.ά.
- Με βάση τα στοιχεία του ΟΜΕΔ, τα τελευταία 3 χρόνια έχουν υπογραφεί μόνο 67 ομοιοεπαγγελματικές και κλαδικές συμβάσεις και από αυτές πάνω από τις μισές είναι τοπικές, που σημαίνει ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων δεν καλύπτεται από κάποια κλαδική σύμβαση με το μισθό τους να κατρακυλάει στα ελάχιστα.
Με τα στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, το 2018 στην Ελλάδα καλύπτονταν από Συλλογικές Συμβάσεις μόλις το 25,8% των εργαζομένων, με βάση τα στοιχεία της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων το ποσοστό αυτό το 2020 είχε πέσει στο 19%, ενώ πάλι με τα στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας τον Απρίλη του 2021 το ποσοστό αυτό έπεσε κι’ άλλο στο 17,8!
Σημειώνουμε, ότι στο δημόσιο τομέα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις «νομιμοποιούνται» να υπογράψουν «ειδικές» ΣΣΕ για τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους μέσα από ένα κουτσουρεμένο νομοθετικό πλαίσιο, που δεν επιτρέπει την διαπραγμάτευση για μισθούς και γενικότερα οικονομικά ζητήματα. Για δε τους ΙΔΑΧ ισχύει συγκριμένο κεφάλαιο στο νόμο για τις ΣΣΕ των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα ως προς τη διαπραγμάτευση, αλλά με τους ίδιους περιορισμούς στη διάρκεια, στη μετενέργεια κλπ. Με αυτό το περιοριστικό πλαίσιο που έχει μείνει άθικτο απ’ όλες τις μέχρι τώρα κυβερνήσεις, στο δημόσιο έχουν υπογραφεί μόνο 2 «ειδικές» ΣΣΕ των ΟΤΑ (ΟΣΥΑΠΕ & ΠΟΕ ΟΤΑ).
Συναδέλφισσες, συνάδελφοι,
Τα σωματεία, οι ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν παρατήσαμε τον αγώνα για τις αυξήσεις στους μισθούς και τις συμβάσεις. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες και τα εμπόδια που είχαμε με την κυρίαρχη αντίληψη, από την εποχή των μνημονίων, ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να διεκδικούν όλα όσα έχουν ανάγκη για να ζήσουν, εμείς με όλους τους τρόπους οργανώναμε τον αγώνα, παίρναμε πρωτοβουλίες, δυναμώναμε την αντιπαράθεση με τη γραμμή του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων. Τώρα, έχουμε καθήκον να δυναμώσουμε τον αγώνα. Δεν είμαστε λίγοι, είμαστε πολλοί που δεν εγκαταλείψαμε αυτό το μεγάλο μέτωπο πάλης και μπορούμε να γίνουμε περισσότεροι.
Είναι σημαντικό να θυμίσουμε ότι το ζήτημα της περικοπής των μισθών, και ειδικότερα του μέσου μισθού, η περιβόητη μείωση του μισθολογικού κόστους είναι διαχρονική απαίτηση των επιχειρηματικών ομίλων που έγινε και συγκεκριμένη στρατηγική της Ε.Ε. από το 1992 και μετά. Αυτή τη στρατηγική υπηρετούν διαχρονικά όλες οι αστικές κυβερνήσεις και στην Ελλάδα, φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές. Η περίοδος των μνημονίων λειτούργησε ως επιταχυντής στην υλοποίηση αυτής της στρατηγικής απ’ όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ.
Η μείωση του κατώτερου μισθού στην Ελλάδα, μέσα σε μια νύχτα του 2012, με μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου πήγε από τα 751 ευρώ στα 586 ευρώ και στα 511 ευρώ για τους εργαζόμενους κάτω από 25 ετών, μειώσεις της τάξης του 22% και 32% αντίστοιχα.
Σε συνδυασμό με το υπόλοιπο νομοθετικό πλαίσιο και ειδικά με την εφαρμογή του εργοδοτικού τερατουργήματος των Ενώσεων Προσώπων, τη διετία 2012 – 2013 υπογράφτηκαν πάνω από 1.200 «συμβάσεις» που έριξαν κλαδικούς και επιχειρησιακούς μισθούς στα τάρταρα των 586 ευρώ.
Επιπλέον, την άσχημη κατάσταση επιδεινώνει η μεγάλη επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, η υποαπασχόληση, η υπονόμευση των κλαδικών συμβάσεων, που η πλειοψηφία τους δεν έχουν υπογραφεί για πάνω από 10 χρόνια, το πάγωμα των τριετιών, η κυριαρχία των ατομικών συμβάσεων.
Όλα αυτά έχουν οδηγήσει σε μια δραματική μείωση του μέσου μισθού την τελευταία δεκαετία, μείωση που φτάνει το 25%, λειτουργούν δηλαδή ως βασικό εργαλείο εσωτερικής υποτίμησης. Με βάση τα στοιχεία του ΕΦΚΑ από 1.264 ευρώ που ήταν ο μέσος μεικτός μισθός το 2012 έπεσε στα 954 ευρώ το 2021.
Όλα αυτά δεν έμειναν αναπάντητα από το ταξικό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, από τα συνδικάτα που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ. Σε συνθήκες μάλιστα που η πλειοψηφία στην ηγεσία της ΓΣΕΕ καλλιεργούσε τις μειωμένες απαιτήσεις, ότι «τώρα δεν είναι η εποχή να ζητήσουμε αυξήσεις στους μισθούς και συλλογικές συμβάσεις» και οι παρατάξεις της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ σε ορισμένες μεγάλες Ομοσπονδίες υπέγραφαν κλαδικές συμβάσεις με μειώσεις μισθών και κατάργηση δικαιωμάτων στο όνομα «να σωθούν οι συμβάσεις».
Θυμίζουμε τη μεγάλη συσπείρωση 530 σωματείων το 2016, για την επαναφορά των ΣΣΕ και την κατάργηση των αντεργατικών νόμων, που κατατέθηκε στη Βουλή από το ΚΚΕ ως πρόταση νόμου και απορρίφθηκε ασυζητητί από τα κόμματα του κεφαλαίου και την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τους αγώνες που έγιναν σε κλάδους για την υπογραφή ΣΣΕ με αυξήσεις στους μισθούς και διατήρηση δικαιωμάτων σε μεγάλα εργοτάξια στις κατασκευές, στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, σε επιχειρήσεις όπως στο χρηματοπιστωτικό και αλλού.
Απέναντι σε αυτή την προσπάθεια στη χώρα μας, αλλά και σε συνθήκες όπου η πάλη για αυξήσεις στους μισθούς και συλλογικές συμβάσεις φουντώνει σε πολλές χώρες της Ευρώπης, οι αστικές κυβερνήσεις έφεραν πρόσθετα εμπόδια. Με νόμους του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ το 2018 και το 2019 υπονομεύτηκαν οι κλαδικές ΣΣΕ, ενώ η κυβέρνηση της ΝΔ έφερε το νόμο – έκτρωμα του Χατζηδάκη για να βάλει ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια στην υπογραφή ΣΣΕ και στις αυξήσεις στους μισθούς. Κατάργησε με νόμο το 8ωρο, κατοχύρωσε την απλήρωτη υπερωρία και γενίκευσε τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Έβαλε πρόσθετα εμπόδια στα συνδικάτα για να υπογράφουν συμβάσεις με την υποχρεωτική εγγραφή στο κρατικό μητρώο, με τα νέα εμπόδια στην προκήρυξη απεργιών κ.ά.
Όμως ούτε όλα αυτά στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν νέους, ακόμα πιο μαζικούς και ελπιδοφόρους εργατικούς συνδικαλιστικούς αγώνες που έδωσαν σημαντικές κατακτήσεις σε χώρους δουλειάς και κλάδους, με σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς και κατοχύρωση της σταθερής δουλειάς με δικαιώματα. Τέτοια ήταν η κλαδική ΣΣΕ στους οικοδόμους, η πρώτη μετά από 12 χρόνια, στους μεταλλεργάτες της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, τους λιμενεργάτες της COSCO, στους εργαζόμενους στην efood, σε εργοστάσια, που μας δείχνουν το δρόμο για το πώς θα δουλέψουμε. Έγιναν απεργίες μαχητικές, πανελλαδικές και σε χώρους δουλειάς.
Όλη αυτή η πείρα πρέπει να αξιοποιηθεί στην οργάνωση του αγώνα τώρα, για να βγουν ουσιαστικά συμπεράσματα σε σχέση με ποιο δρόμο πρέπει να βαδίσουν οι εργαζόμενοι και το κίνημα τους για να έχει ουσιαστικές κατακτήσεις. Ένας δρόμος χειραφέτησης από την στρατηγική του κεφαλαίου που θέλει τους εργαζόμενους να θυσιάζουν τα δικαιώματά τους για την ανάπτυξη της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Ένας δρόμος ανατροπής της αντεργατικής πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων.
Η γραμμή που προώθησε η ΓΣΕΕ βοήθησε το αντεργατικό έργο των κυβερνήσεων, αφού στο πλαίσιο διεκδικήσεων κυριαρχούσε η γραμμή της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, των αντοχών της οικονομίας, των βέλτιστων πρακτικών της ΕΕ και των μηχανισμών του κεφαλαίου, που ο κατώτερος μισθός βαίνει μειούμενος και στόχος είναι η συρρίκνωση και του μέσου μισθού των εργαζομένων.
Η ΓΣΕΕ προωθεί σταθερά την γραμμή του «κοινωνικού εταιρισμού», των «κοινωνικών διαλόγων», την πολιτική δηλ. του κεφαλαίου για την επίτευξη των «εθνικών στόχων» και έδωσε επιπλέον όπλα στην μεγαλοεργοδοσία για την ανατροπή θεμελιωμένων δικαιωμάτων στις εργασιακές σχέσεις, όχι μόνο με την υπογραφή της σε μειώσεις μισθών, αλλά και τη συμφωνία της στην εξάπλωση των ελαστικών μορφών απασχόλησης και σε περικοπές που δικαιολογούνται ως «μη μισθολογικό κόστος».
Αυτό επιβεβαιώνεται και σήμερα όπου η πλειοψηφία στην ηγεσία της ΓΣΕΕ κάλεσε τις εργοδοτικές ενώσεις σε διαπραγματεύσεις για την νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), χωρίς όμως να θίγει το αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο και τη διαδικασία που έχει ήδη εκκινήσει η κυβέρνηση για τη νέα μικρή αύξηση στον κατώτερο μισθό. Πρόκειται για μια στημένη διαδικασία στα πλαίσια του «κοινωνικού εταιρισμού» που αξιοποιείται από την κυβέρνηση, αλλά και από το ΣΥΡΙΖΑ, για να κρατάνε τους εργαζόμενους εγκλωβισμένους σε ψεύτικα διλλήματα και στις μειωμένες απαιτήσεις.
Την ίδια γραμμή κρατάει και η πλειοψηφία της ΑΔΕΔΥ, όπου εξάλλου συναντιούνται και συνδιαλέγονται με την ηγεσία της ΓΣΕΕ στην ΟΚΕ, στην ΕΟΚΕ, στα Ευρωπαϊκά Συνδικάτα κλπ.
Τα συνδικάτα όλης της χώρας πρέπει να απορρίψουν όλη αυτή τη διαδικασία, να πάρουν την υπόθεση της ΕΓΣΣΕ και των συμβάσεων εν γένει στα χέρια τους, να οργανώσουν τον αγώνα τους.
Η πολεμική της απέναντι στα εργατικά συνδικάτα, ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, λειτουργούσε ως όπλο στα χέρια της εργοδοσίας για να ασκείται πίεση στους εργαζόμενους και να χαμηλώνει ο πήχης των διεκδικήσεων.
Συνεχίζει να καλλιεργεί αυταπάτες και ψεύτικες προσδοκίες ότι στα πλαίσια του διαλόγου, της συνεννόησης με τους μονοπωλιακούς ομίλους, χωρίς σύγκρουση με την πολιτική του κεφαλαίου, την εξουσία του και τις δυνάμεις που το υπηρετούν, η ζωή των εργαζομένων σιγά – σιγά θα βελτιώνεται.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ και στο ΕΚΑ αρνήθηκαν την απεργιακή κλιμάκωση μετά από την πολύ μαζική και επιτυχημένη απεργία στις 9 Νοέμβρη που έγινε με αιχμή τα αιτήματα ενάντια στην ακρίβεια και την ενεργειακή φτώχεια, για αυξήσεις στους μισθούς και για συλλογικές συμβάσεις.
Η γραμμή της ΓΣΕΕ είναι επιζήμια για τους εργαζόμενους και αυτό το έχει αποδείξει επανειλημμένα η ίδια η ζωή.
Συναδέλφισσες, συνάδελφοι,
Ο αγώνας για ΣΣΕ, για αυξήσεις σε μισθούς και μεροκάματα, για εργασιακά δικαιώματα, είναι ένας αγώνας που διαχρονικά είχε μεγάλες δυσκολίες και εμπόδια να αντιμετωπίσει.
Πρώτα από όλα, την μεγαλοεργοδοσία που ακόμη και όταν αναγκάζεται σε υποχώρηση, κάτω από το βάρος των αγώνων, δεν παραιτείται από τις επιδιώξεις της να κλέβει τον ιδρώτα των εργαζομένων με όλους τους τρόπους.
Όλοι γνωρίζουμε ότι η υπογραφή μιας σύμβασης είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση που απαιτεί αγώνες, συσπείρωση και κινητοποίηση δυνάμεων, αλλά επίσης γνωρίζουμε ότι και στη συνέχεια απατούνται σκληροί αγώνες για την εφαρμογή της.
Οι εκάστοτε κυβερνήσεις διαχρονικά στέκονται δίπλα στις στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου για μειώσεις μισθών, κατάργηση δικαιωμάτων και κατακτήσεων, αλλά και περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης.
Το αντεργατικό οπλοστάσιο δυναμώνει συνεχώς προς αυτή την κατεύθυνση και από τη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ και από τον ΣΥΡΙΖΑ προηγούμενα, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Οι όποιες αναφορές στη δήθεν υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, του μισθού τους, τα προηγούμενα χρόνια και σήμερα, στην πράξη είναι «λόγια του αέρα».
Αρκεί κανείς να δει τη συρρίκνωση των ελεγκτικών μηχανισμών, την αλλαγή προς το χειρότερο του χαρακτήρα της Επιθεώρησης Εργασίας, του ΟΑΕΔ (τώρα ΔΥΠΑ), του ΕΦΚΑ και θα καταλάβει εύκολα ότι το κράτος και η εργοδοσία τραβάνε πάντα το σκοινί προς την πλευρά της μεγαλοεργοδοσίας.
Σήμερα, όμως, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα επιπλέον ενισχυμένο νομοθετικό οπλοστάσιο με νόμους που έχουν ψηφιστεί τα τελευταία 10 χρόνια που επιχειρεί να μπλοκάρει τους αγώνες για ΣΣΕ, να επιδράσει στη συνείδηση των εργαζομένων ότι «ο αγώνας για ΣΣΕ είναι μάταιος γιατί άλλα ορίζουν οι νόμοι του κράτους». Εμείς όμως έχουμε τη ζωντανή απόδειξη των αγώνων μας ότι όλα ανατρέπονται αν οργανωθεί μαζικός αποφασιστικός αγώνας με επίκεντρο τις λαϊκές ανάγκες. Ξέρουμε και το έχουμε δει στην πράξη ότι «μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό» και γι’ αυτό δεν υποχωρούμε.
Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε ορισμένους από τους αντεργατικούς νόμους, που στέκονται εμπόδιο στις συμβάσεις, ώστε να μη ξεχνιόμαστε και να μη μας κάνουν τον έξυπνο ορισμένοι που απευθύνονται σήμερα στον λαό (σε προεκλογικό χρόνο) λες και δεν υπάρχει το ένοχο παρελθόν τους.
- 4046/2012 (ΠΥΣ ως εφαρμογή του άρθρου 1 παρ.6 (κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ)
- Μείωση του κατώτερου μισθού 22% για όσους είναι πάνω από 25 χρόνων και 32% για όσους είναι μέχρι 25 χρόνων. Κατάργηση ΕΓΣΣΕ 2010-2022. Οι μειώσεις ήταν άμεσες χωρίς τη συναίνεση των εργαζομένων.
- Μείωση μετενέργειας των ΣΣΕ από 6 σε 3 μήνες.
- Πάγωμα τριετιών.
- 4092/2012 (ΝΔ)
- Καθορισμός κατώτερου μισθού με υπουργική απόφαση και κατάργηση της ΕΓΣΣΕ
- Κατάργηση της καθολικότητας εφαρμογής της ΕΓΣΣΕ ως προς τους μισθολογικούς όρους οι οποίοι εφαρμόζονται μόνο στα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που την προσυπογράφουν.
- 4172/2013 (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ)
- Θεσμοθέτηση όρων διαμόρφωσης του γενικού κατώτερου μισθού με υπουργική απόφαση … με «ολίγον σάλτσα» της τριμερούς διαβούλευσης.
- Ο κατώτερος μισθός, που θα αποφασίζει ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας, θα γίνεται μόνιμα με γνώμονα την «ανταγωνιστικότητα» των επιχειρήσεων και την κατάσταση της «εθνικής οικονομίας».
- 4564/2018 (ΣΥΡΙΖΑ)
- Εδώ αναλαμβάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που αφού εφάρμοσε όλους τους προηγούμενους νόμους, ενεργοποιεί των 4172/2013 και κατά συνέπεια δικαίως ο νόμος Βρούτση για τον ορισμό του κατώτερου μισθού γίνεται νόμος Βρούτση – Αχτσιόγλου.
- Εγκύκλιος 32921/2175/13.6.2018 (ΣΥΡΙΖΑ)
- Ενεργοποίησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διάταξη του ν.1876/90 σχετικά με την αντιπροσωπευτικότητα των συμβάσεων προσθέτοντας μια ολόκληρη διαδικασία για να αποδεικνύεται ότι η ΣΣΕ δεσμεύει τους εργοδότες που απασχολούν το 50+1% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος για την επέκτασή της και την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής για το σύνολο των εργαζομένων. Όλα αυτά τα 2018, που όπως είπαμε, ελάχιστες τέτοιες συμβάσεις υπογράφτηκαν και ο ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτές τις λίγες έβαλε εμπόδια κάνοντας μεγάλο δωράκι στους μεγαλοεργοδότες.
- Νόμος 4635/2019 (ΝΔ)
- Προκειμένου να εγκριθεί η επέκταση μιας κλαδικής ΣΣΕ ζητείται από την πλευρά των σωματείων να τεκμηριώσουν ότι η ΣΣΕ δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα και τη λειτουργία του ανταγωνισμού.
* Νόμος 4808/2021 (ΝΔ- Χατζηδάκη) με όλες τις αντεργατικές συνέπειες που αναλύουμε και στην σημερινή εισήγηση.
Κατά συνέπεια, εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι νόμοι, που ψηφίζονται από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι και σήμερα, δίνουν ευθεία χτυπήματα στις ΣΣΕ. Αφού πρώτα αφαίρεσαν από τα συνδικάτα τη δυνατότητα των συλλογικών διαπραγματεύσεων για την υπογραφή ΕΓΣΕΕ, στη συνέχεια χτύπησαν τις κλαδικές ΣΣΕ και ευνόησαν τη δημιουργία «Ενώσεων Προσώπων» που ουσιαστικά αντικατέστησαν τα επιχειρησιακά σωματεία. Πάλι από τα στοιχεία του ΟΜΕΔ προκύπτει: Το 2004 υπογράφηκαν 223 κλαδικές ΣΣΕ (ΚΣΕΕ), το 2011 65 ΚΣΕΕ και το 2020 μόλις 19 ΚΣΕΕ!
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με εγκύκλιό της το 2018, νεκρανάστησε ανενεργή διάταξη του νόμου 1876/1990 σχετικά με τον έλεγχο της «αντιπροσωπευτικότητας» των κλαδικών ΣΣΕ, προσθέτοντας μια ολόκληρη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, προκειμένου η ΚΣΕΕ να καταστεί υποχρεωτική για το σύνολο των εργαζομένων του κλάδου. Συγκεκριμένα, πρέπει να αποδειχθεί ότι οι εργοδότες που υπογράφουν την ΚΣΣΕ απασχολούν το 50 +1% των εργαζομένων του κλάδου. Όμως η απόδειξη αφέθηκε στη διακριτική ευχέρεια των εργοδοτών, οι οποίοι πρέπει να φέρουν τα σχετικά στοιχεία χωρίς να έχουν καμιά κύρωση αν δεν το κάνουν.
Η κυβέρνηση της ΝΔ συμπλήρωσε το έργο του ΣΥΡΙΖΑ με τον ν. 4635/2019. Έτσι, εκτός από το 50+1%, ζητά από την εργατική πλευρά να αποδείξει ότι η ΚΣΕΕ δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις «στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και τη λειτουργία του ανταγωνισμού»! Να αποδείξει με άλλα λόγια ότι η ΚΣΣΕ είναι σε όφελος των εργοδοτών και σε βάρος των εργαζομένων!
Το αποτέλεσμα είναι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων να μην καλύπτεται από ΣΣΕ και πάνω από 1/3 των εργαζομένων να αμείβονται με αποδοχές όχι μεγαλύτερες του κατώτατου μισθού.
Είναι ασφαλές να εκτιμήσουμε ότι το 80% – 85% των εργαζομένων στη χώρα μας θεσμικά δεν καλύπτεται μισθολογικά από ΣΣΕ, ο μισθός του έχει ως ελάχιστο σημείο αναφοράς τον κατώτατο μισθό και άρα η μισθολογική του κατάσταση εξαρτάται από το εκάστοτε ύψος του». Λογική συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι ότι το ποσοστό των εργαζομένων που λαμβάνει αποδοχές στα όρια του κατώτατου μισθού (έως 700 ευρώ) ανέρχεται στο 35,1%.
Συναδέλφισσες, συνάδελφοι,
Μπορεί οι κυβερνήσεις, το κεφάλαιο, να βάζουν δυσκολίες για την υπογραφή ΣΣΕ. Έχουμε όμως και εμείς τα δικά μας όπλα και μπορούμε να τα καταφέρουμε. Είναι η αγωνιστική πείρα των προηγούμενων ετών που μας έδωσε σημαντικά παραδείγματα όπου υπογράφτηκαν ΣΣΕ με ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στα δικαιώματα των εργαζομένων.
Έχουμε την περίοδο της πανδημίας, όπου η πρωτοπόρα δράση των συνδικάτων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ έσπασε το κλίμα τρομοκρατίας, απαγορεύσεων, αντιμετώπισε την εργοδοτική αυθαιρεσία σε εκατοντάδες χώρους δουλειάς, προστατεύοντας την υγεία των εργαζομένων, ανέπτυξε αγώνες για την προστασία του εισοδήματος, του ωραρίου, ενάντια στην εντατικοποίηση της εργασίας, την έλλειψη μέτρων υγείας και ασφάλειας.
Είχαμε αγώνες για την προστασία των ανέργων, που τα όποια επιδόματα έχουν άμεση σχέση με το ύψος του κατώτερου μισθού.
Αυτό δείχνει ότι παρόλα τα εμπόδια των νόμων δεν τα παρατήσαμε και είχαμε και αποτελέσματα. Δεν περιμένουμε μεσσίες και σωτήρες να μας λύσουν τα προβλήματα, επιλέγουμε τον αγώνα.
Το έργο που διαδραματίζεται σήμερα σε προεκλογικό χρόνο από ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, το έχουμε ξαναδεί.
Η ΝΔ υπόσχεται ψίχουλα για τον κατώτερο μισθό. Τα ψίχουλα θα γίνουν καπνός από την ακρίβεια, τις ανατιμήσεις σε όλα τα βασικά προϊόντα, από τους δυσβάστακτους φόρους που πληρώνουν οι εργαζόμενοι. Δεν αναπληρώνουν τις τεράστιες απώλειες στο μισθό. Δεν εξασφαλίζουν την κάλυψη των αναγκών μας. Δεν αναιρούν αντεργατικές διατάξεις, όπως οι παγωμένες τριετίες που κρατάνε τους μισθούς στα χαμηλότερα επίπεδα. Θυμίζουμε ότι οι τριετίες είναι ουσιαστικά ένα επίδομα προϋπηρεσίας της τάξης του 10% που δίνεται με τη μορφή αύξησης κάθε φορά για όποιον συμπληρώνει τρία χρόνια εργασίας σε κάθε εργοδότη και ειδικότητα και μέχρι τρείς τριετίες. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος που το 2012 αμειβόταν με 751 ευρώ σήμερα θα είχε 3 τριετίες και θα έπρεπε να λαμβάνει 1.000 ευρώ.
Μεικτός Μισθός 2012 | 751,39 ευρώ |
1η τριετία | 826,53 ευρώ |
2η τριετία | 901,67 ευρώ |
3η τριετία | 976,80 ευρώ |
Ταυτόχρονα, η ΝΔ προεκλογικά εξαγγέλλει για το δημόσιο νέο μισθολόγιο για το 2024, προσπαθώντας να κρύψει ότι αυτό θα έχει τη λογική των bonus και θα συνδέεται με τη στοχοθεσία και την αντιδραστική αξιολόγηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει πιάσει τώρα το γνωστό του τροπάρι για κατάργηση των αντεργατικών νόμων, τα ίδια έλεγε και πριν γίνει κυβέρνηση. Όλους, μα όλους, τους αντεργατικούς νόμους τους διατήρησε και ψήφισε και άλλους. Για την υποβάθμιση των ΣΣΕ, εμπόδια για την εφαρμογή τους, αλλά και νόμους για τον περιορισμό της απεργίας. Απέρριψε ως κυβέρνηση ασυζητητί την πρόταση των συνδικάτων για τις ΣΣΕ. Ευθυγραμμίζεται 100% με τη στρατηγική του κεφαλαίου. Τα παραδείγματα πολλά, για τους πλειστηριασμούς, για την κατάσταση με το φάρμακο και τις παράλληλες εξαγωγές, για το ρόλο των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ.
Ότι έχουμε πετύχει εμείς οι εργαζόμενοι το πετύχαμε με τον αγώνα μας, αντιμετωπίζοντας «θεούς και δαίμονες». Έτσι χρειάζεται να συνεχίσουμε.
Εμείς μιλάμε για τη μείωση του χρόνου εργασίας και όχι στην εργασία λάστιχο που έχουν ψηφίσει όλα τα άλλα κόμματα και η κυβέρνηση με την κατάργηση του 8ωρου, 100 ακριβώς χρόνια από την πρώτη νομοθέτησή του.
Μιλάμε για 7ωρο – 5νθημερο – 35ωρο στην πρόταση μας για την ΕΓΣΣΕ.
Με οδηγό μας το πλαίσιο πάλης και διεκδικήσεων να δυναμώσουμε την πάλη για:
- Την κατάργηση όλων των αντεργατικών νόμων για τις ΣΣΕ και τους μισθούς.
- Την επαναφορά της συλλογικής διαπραγμάτευσης της ΕΓΣΣΕ ως αφετηρία για την αύξηση του κατώτερου μισθού. Ρήτρα αναπροσαρμογής των μισθών με βάση τον πληθωρισμό και ονομαστική αύξηση του κατώτερου αυτή που ζητούν τα συνδικάτα και ξεπερνά τα 850 ευρώ με τα σημερινά δεδομένα (επίσημος πληθωρισμός στο 10%).
- Την επαναφορά κατακτήσεων, όπως τις τριετίες, την αρχή ευνοϊκότερης σύμβασης, την Κυριακάτικη αργία, την πληρωμή υπερωριών.
- Στο δημόσιο την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού, τη χορήγηση όλων των μισθολογικών κλιμακίων, την κατάργηση του απαράδεκτου διαχωρισμού στην μισθολογική εξέλιξη ανάλογα με την κατηγορία εκπαίδευσης κ.ά.
- Το επίδομα ανεργίας στο 80% του κατώτερου μισθού.
- Την κατάργηση του απαράδεκτου διαχωρισμού στην καταγγελία σύμβασης (απόλυση) με ή χωρίς προειδοποίηση.
- Την ουσιαστική προστασία των εργαζόμενων γυναικών και της μητρότητας.
Το ΠΑΜΕ καλεί όλα τα συνδικάτα, τα εργατικά κέντρα, τις ομοσπονδίες να δυναμώσουν τον αγώνα για ΣΣΕ και αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε κλάδο, σε όλη τη χώρα με στόχο να υπάρξει πανελλαδική αγωνιστική κλιμάκωση απέναντι σε αυτή τη βαρβαρότητα.
Να πάρουν αγωνιστικές πρωτοβουλίες, να επιλέξουν τις μορφές πάλης, να θέσουν στόχους με βάση τους άξονες του πλαισίου πάλης και την αναγκαία εξειδίκευση κατά χώρο και κλάδο, ενισχύοντας το διεκδικητικό πλαίσιο.
Να γίνει ουσιαστική συζήτηση μέσα στους χώρους δουλειάς, με στόχο το πλαίσιο πάλης να γίνει αντικείμενο αγώνα των εργαζομένων, να γίνει προσπάθεια να συγκροτηθούν επιτροπές αγώνα στους χώρους δουλειάς.
Επιδιώκουμε μέσα από αυτή την αγωνιστική διαδικασία να μετρήσουμε νέα θετικά αποτελέσματα που θα ανακουφίζουν τη ζωή των εργαζομένων, θα βελτιώνουν τους μισθολογικούς και εργασιακούς όρους.
Θέλουμε και στοχεύουμε να ενταχθούν στον αγώνα, στα συνδικάτα, νέες δυνάμεις εργαζομένων, να βελτιωθεί η λειτουργία και δράση των σωματείων, να τροφοδοτηθούν οι επόμενοι αγώνες από τους αγώνες και την πείρα του σήμερα.
Είμαστε σίγουροι ότι την επόμενη φορά που θα συζητήσουμε τη συνολική πείρα θα έχουμε πολλά περισσότερα παραδείγματα με θετικά αποτελέσματα, θα είμαστε πιο έμπειροι, πιο ικανοί να προσπερνάμε τις δυσκολίες που μας βάζουν οι μεγαλοεργοδότες και οι δυνάμεις που τους στηρίζουν σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο.
Η απόφασή μας είναι να ενισχύσουμε το δρόμο που έχει αποδειχτεί διαχρονικά ότι είναι προς το συμφέρον μας. Το δρόμο του αγώνα με επίκεντρο τις ανάγκες μας σε σύγκρουση και ρήξη με την πολιτική που σμπαραλιάζει τη ζωή μας και τις ανάγκες των οικογενειών μας.