ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ: Μελανεφίδου Σόνια – Μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

Δημοσιεύτηκε στις

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όπως και οι προκάτοχοι τους, οι ενώσεις της μεγαλοεργοδοσίας και των μονοπωλίων, ΣΕΒ κ.λπ., καθώς και κάθε λογής παπαγαλάκια των καπιταλιστών διαφημίζουν τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ, την «κανονικότητα της εργασίας» που επικρατεί τάχα στην Ευρώπη της «δικαιοσύνης και της δημοκρατίας», προκειμένου να προωθήσουν και να στηρίξουν όλες τις αντιδραστικές αλλαγές στο Εργατικό Δίκαιο. Ήδη από τον Ιούλιο του 2015, η κυβέρνηση είχε δεσμευθεί στη Σύνοδο Κορυφής ότι: «Όσον αφορά τις αγορές εργασίας, να προχωρήσει σε αυστηρή επανεξέταση και εκσυγχρονισμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των εργατικών κινητοποιήσεων και, σύμφωνα με την οικεία οδηγία και βέλτιστη πρακτική της ΕΕ, των ομαδικών απολύσεων βάσει του χρονοδιαγράμματος και της προσέγγισης που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Κατόπιν της επανεξέτασης αυτής, οι πολιτικές για την αγορά εργασίας πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές, θα πρέπει δε να μη συνεπάγονται την επιστροφή σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής ασύμβατα με τους στόχους της προώθησης βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς».

Όμως, από τις βέλτιστες πρακτικές, τη νομοθεσία των κρατών μελών και την πρακτική της δικαιοσύνης και άλλων κατασταλτικών μηχανισμών στην ΕΕ, οι εργαζόμενοι έχουν πικρή, πλούσια πείρα.

Με δεδομένο τον εργασιακό μεσαίωνα, στο διαρκές στόχαστρο του κεφαλαίου σε όλη την ΕΕ βρίσκονται τα δικαιώματα που αφορούν στην οργάνωση των εργαζομένων, οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, το δικαίωμα στην απεργία.

            Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστική η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ για την απεργία, που δεσμεύει τα δικαστήρια των κρατών – μελών. Σύμφωνα λοιπόν με το ΔΕΕ, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και φυσικά το δικαίωμα της απεργίας υποχωρούν, με το πρόσχημα της «αρχής της αναλογικότητας», απέναντι στην ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου που αποτελεί την πεμπτουσία του κοινοτικού δικαίου. Αποφάσεις – σταθμός είναι οι αποφάσεις στις υποθέσεις ‘Viking’ και ‘Laval’ που έκριναν παράνομες τις απεργίες των Σουηδών οικοδόμων και των Φιλανδών ναυτεργατών ενάντια στα μέτρα για την απόσπαση εργαζομένων, που παρέχει την δυνατότητα στους μονοπωλιακούς ομίλους της ΕΕ να δηλώνουν σαν έδρα χώρες της ΕΕ με το χαμηλότερο επίπεδο μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων, ώστε απασχολώντας το εργατικό δυναμικό των χωρών αυτών στις χώρες παροχής υπηρεσιών να αποκομίζουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων αυτών. Οι απεργίες κρίθηκαν παράνομες επειδή παραβιάζουν τη θεμελιώδη ελευθερία που κατοχυρώνουν οι Συνθήκες της ΕΕ, την ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου και συναφώς τα «θεμελιώδη δικαιώματα», που θεσπίστηκαν και κατοχυρώθηκαν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, δηλαδή το «δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων»  και το «δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας των εργαζομένων» στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

 

Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Ενωση , με την Επίτροπο της ΕΕ για την Απασχόληση, Μ. Τίσεν, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το ίδιο διάστημα σημειώνει, μεταξύ άλλων, πως «χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στο νόμο για τις απεργίες»! Στο πνεύμα αυτό η Ν.Δ, στην προσπάθεια της να ενισχύσει την αντιπολιτευτική της θέση σταθερά δηλώνει υπέρμαχος στη θεσμοθέτηση πρόσθετων εμποδίων στην προκήρυξη απεργιών τονίζοντας την ανάγκη αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου και την θεσμοθέτηση του ποσοστού των 50% συν 1 για την κήρυξη απεργίας. Η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ απέναντι στους οικονομικούς της αντιπάλους δεν αφορά μόνο την τιμή της εργατικής δύναμης, αλλά το σύνολο των εργασιακών δικαιωμάτων, συλλογικών και ατομικών. Στη Βουλγαρία, απαιτείται πλειοψηφία μεγαλύτερη του 50% από το σύνολο του προσωπικού μιας εταιρείας, τόσο για την υπογραφή συλλογικής  σύμβασης όσο και για την πραγματοποίηση απεργίας. Επιπλέον, το δίκαιο της Αγγλίας θεωρείται από τα πιο αυστηρά για το δικαίωμα στην απεργία, στα πρότυπα του οποίου προκρίνεται να συζητήσουν και οι και άλλες χώρες. Το δικαίωμα για απεργία αναγνωρίστηκε άμεσα το 1998, ενώ έως το 1999, ο εργοδότης μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας των απεργών. Ακόμη και σήμερα, βέβαια, δεν εξασφαλίζεται η δυνατότητα επαναπρόσληψης εργαζομένου που απολύθηκε, ακόμη κι αν η απόφαση κρίθηκε παράνομη!

Η ανάδειξη του αντιδραστικού ρόλου, αντίστοιχα, της δικαιοσύνης και της ανάγκης να ικανοποιεί των επιδιώξεις της τάξης που εξυπηρετεί, δηλαδή της αστικής τάξης, είναι ιδιαίτερα εύκολη  με την αναφορά και μόνο του αξιοπρόσεκτου ποσοστού του 90% των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων που κρίνουν της απεργίες παράνομες και καταχρηστικές. Αντίστοιχα και σε αυτά τα πλαίσια εντείνεται η πίεση για την κατάργηση της απαγόρευσης της ανταπεργίας ( Lock out ) των εργοδοτών, απαγόρευση η οποία ωστόσο συχνά υποσκάπτεται από την νομολογία των δικαστηρίων διά του άρθρ.656 ΑΚ, αναγνωρίζοντας στον εργοδότη το δικαίωμα να μην πληρώσει τους  μη απεργούς εργάτες, αν δεν μπορούν συνεχίσουν να εργάζονται επειδή μια απεργία βρίσκεται σε εξέλιξη στην επιχείρηση. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστική η απάντηση της ίδιας  Επιτρόπου Απασχόλησης σε σχετική ερώτηση του Ευρωβουλευετή του ΚΚΕ, όταν πριν από λίγους μήνες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προωθούσε τη σχετική διάταξη: «Μόνο σε λίγες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα, το “λοκ άουτ” απαγορεύεται ρητά. … Ο Έλληνας νομοθέτης μπορεί να διευκρινίσει ότι ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να μην πληρώσει μη απεργούς εργάτες, αν δεν μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται επειδή μια απεργία βρίσκεται σε εξέλιξη στην επιχείρηση ή στις εγκαταστάσεις της.» Άλλωστε, είναι «ευπρόσδεκτες οι αλλαγές που θα βελτιώσουν τη σαφήνεια και θα συμβάλουν στη διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας των συναφών κανόνων και της εφαρμογής των διαδικασιών.» Εξ άλλου, το lock out προβλέπεται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και στον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, που η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση στη Βουλή το Γενάρη του 2016.

Στα πλαίσια αυτά, αξίζει να αναφερθούμε και στο νομοσχέδιο του πολυαναμενόμενου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ Εμμάνουελ Μακρόν, που στοχεύει στην ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας  του Γαλλικού Κεφαλαίου μέσω της μέσω της μείωσης των ορίων αποζημίωσης των εργαζομένων, της ενίσχυσης των επιχειρησιακών συμβάσεων σε βάρος των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την ουσιαστική εξασθένηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τον περιορισμό στην πρόσβαση στα επιδόματα ανεργίας. Πιστός στον δρόμο, που έστρωσαν οι «βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ» και ενσωμάτωσε το Νομοσχέδιο Κομρί για τα εργασιακά, ο σύμμαχος του ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρώπη στοχεύει να πλήξει ακόμη περισσότερο την εργατική τάξη με τη μείωση του κόστους εργασίας και με μέτρα που χτυπούν τους μισθούς διά της επιχειρησιακής διαπραγμάτευσης , τις ώρες εργασίας και τις συλλογικές συμβάσεις. Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι η κυβέρνηση στη Γαλλία προωθεί μέτρα ανάλογα με αυτά που πήραν οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα με δυνάμει των μνημονίων, τα οποία διατηρούνται και εμπλουτίζονται από τη σημερινή κυβέρνηση. Για παράδειγμα, η επί της ουσίας κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων με την υπερίσχυση των επιχειρησιακών, η θεσμοθέτηση των ενώσεων προσώπων που αποτελούν κατ’ ουσίαν καρικατούρες συνδικαλιστικής οργάνωσης, αλλά και ο υπολογισμός της αποζημίωσης με τρόπο που να γίνονται οι απολύσεις φτηνότερες για τον εργοδότη, είναι μέτρα που ήδη εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Όπως, βέβαια και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Άλλωστε, σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά τη διάρκεια της κρίσης ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης θέσπισαν μεταρρυθμίσεις που έδωσαν στις εταιρείες περισσότερες επιλογές να κινηθούν προς μία διαπραγμάτευση των μισθών σε επίπεδο επιχείρησης, αντί με Συλλογικές Συμβάσεις σε πιο κεντρικό επίπεδο (εθνικό, περιφερειακό ή κλαδικό). Τέτοιες μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις έκαναν ευκολότερη την προσαρμογή των μισθών για τις εταιρείες. Η μελέτη σημειώνει χαρακτηριστικά: «όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό των εργαζομένων στην εταιρεία που καλύπτονται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα της μείωσης των μισθών και τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα της αύξησής τους…»

Με λίγα λόγια, οι «βέλτιστες πρακτικές» για τη μεταρρύθμιση του Εργασιακού στη Γαλλία, είναι τα αντιλαϊκά – αντεργατικά μέτρα που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Αντίστροφα, η αντεργατική νομοθεσία στη Γαλλία και σε άλλες χώρες – μέλη της ΕΕ θα αποτελέσουν τον οδηγό για τα μέτρα που σχεδιάζει η κυβέρνηση. Αυτό το ευρωενωσιακό «κεκτημένο»  των «βέλτιστων πρακτικών της ΕΕ», για να έρθει η «δίκαιη ανάπτυξη», πλασάρει στο λαό μας η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σαν «ασπίδα» προστασίας των δικαιωμάτων του,  που αποτελεί κυριολεκτικά εργασιακό μεσαίωνα για το λαό, χωρίς συνδικαλιστικά δικαιώματα για να φοβάται να διεκδικεί.

Αυτές τις κατευθύνσεις απεργάζεται, λοιπόν, η κυβέρνηση με το επερχόμενο νομοσχέδιο για τα Εργασιακά και τα Συνδικαλιστικά δικαίωματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επισης αποτελεί η δικαστική υπόθεση κατόπιν προσφυγής στο ΣτΕ του μονοπωλιακού ομίλου της «Lafarge» για τις ομαδικές απολύσεις στα «Τσιμέντα Χαλκίδας , το οποίο απέστειλε προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της ΕΕ σε σχέση με την συμβατότητα της εθνικής ρύθμισης επί των ομαδικών απολύσεων με το Κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα με την Οδηγία (98/59/ΕΚ) για τις ομαδικές απολύσεις, με σκοπό φυσικά την πλήρη απελευθέρωση τους και την μη δέσμευση της εργοδοσίας από οποιαδήποτε  διοικητική διαδικασία και έλεγχο, όταν αυτή επιθυμεί να κλείσει επιχειρήσεις εν μία νυκτί και να μεταφερθεί οπουδήποτε στα πλαίσια της ελεύθερης οικονομίας της ΕΕ, αφήνοντας πίσω τους εκατοντάδες άνεργους εργαζόμενους όπως έγινε πρόσφατα με τους εργαζόμενους στο ξενοδοχείο «AthensLedra», στην «Ηλεκτρονική Αθηνών» στο «Μαρινόπουλο», αλλά και στην ΕΕ στην Shell, την Ericsson, τη Νokiaκαι την AirFrance.

Σαν κατακλείδα, γι’ αυτό και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί και η δικαιοσύνη τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλες τις χώρες της ΕΕ έχουν επιδοθεί διαχρονικά στην ποινικοποίηση των εργατικών αγώνων άλλοτε άμεσα και άλλοτε με διάφορα προσχήματα. Η πείρα του ΠΑΜΕ, που εκφράζει την αλληλεγγύη του σε διωκόμενους αγωνιστές σε όλο τον κόσμο, είναι εξαιρετικά πλούσια και πραγματικά πολύτιμη.

Από αυτό το βήμα θέλουμε να τονίσουμε ότι όσο κυριαρχούν οι εκμεταλλευτικές παραγωγικές σχέσεις, η εργατική νομοθεσία θα αντανακλά την κυριαρχία του κεφαλαίου στην εργασία.

Άλλος δρόμος για να σταματήσουν τα δεινά της εργατικής τάξης, πέρα από την πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας δεν υπάρχει.

 

Περισσότερα

Ομιλία του Β. Συρίγου, ΓΓ της Ομ. Οικοδόμων και μέλος της Γραμμ. του ΠΑΜΕ στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα για τον αντιλαϊκό προϋπολογισμό

Συναδέλφισσες, συνάδελφοι, Εχθές που η κυβέρνηση της ΝΔ μας έσερνε στα δικαστήρια φορτωμένους με το...

Κεντρική Ομιλία απεργιακής συγκέντρωσης 20 Νοέμβρη

Συναδέλφισσες και συνάδελφοι Χαιρετίζουμε το μεγάλο απεργιακό ποτάμι που κατακλύζει το κέντρο της Αθήνας και...

Ομιλία του Δημήτρη Αρμάγου, Προέδρου Εργατικού Κέντρου Τρικάλων στην απεργιακή συγκέντρωση

ΛΕΦΤΑ ΓΙΑ ΜΙΣΘΟΥΣ, ΠΑΙΔΕΙΑ ,ΥΓΕΙΑ. ΕΞΩ Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΑ ΣΦΑΓΕΙΑ  Με αυτό...